Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Οι Τσάμηδες και οι Αλβανικές διαθέσεις

http://filologos10.files.wordpress.com/2010/07/chammapus01web1.jpg
της Ελίνας Γαληνού

Τσάμηδες, αποκαλούνται οι μουσουλμάνοι της Θεσπρωτίας που κατοικούσαν στην Ηπειρο και κατά ένα ποσοστό, κατάγονται από εξισλαμισμένους χριστιανούς. Κατά την εφαρμογή των πρωτοκόλλων ανταλλαγών πληθυσμών βάσει της συνθήκης της Λωζάννης, ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος είχε δώσει προσωπική εντολή να εξαιρεθούν οι Τσάμηδες από τις ανταλλαγές, καθώς
δεν συνιστούσαν κάποια ιδιαίτερη εθνική απειλή κατά την εκτίμησή του-αν και υπήρχαν πληροφορίες ότι κάποιοι απ΄αυτούς, είχαν δείξει ανθελληνική στάση κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
Οι εντάσεις άρχισαν όταν η Ιταλία του Μουσολίνι κυριάρχησε στην Αλβανία και όρισε εκεί τοποτηρητή, ο οποίος ασχολήθηκε με το ζήτημα, υποκινούμενος από το ενδιαφέρον να επιτευχθεί αλβανική ένωση με την φασιστική Ιταλία. Το ενδιαφέρον αυτό εστιάστηκε στο να στραφούν τα αισθήματα του αλβανικού λαού εναντίον των γειτόνων της Αλβανίας. Ετσι, τις παραμονές της Ιταλικής επίθεσης κατά της Ελλάδας, άρχισε να προβάλλεται η διεκδίκηση της Τσαμουριάς υπό τον συντονισμό του εν Αλβανία τοποτηρητή του Μουσολίνι. Ακολούθησε προβολή του ζητήματος μέσω της εφημερίδας Τομόρι και του ιταλικού ειδησεογραφικού πρακτορείου Στεφάνι, ενώ συγκεντρώθηκαν πληροφορίες και μαρτυρίες από Τσαμουριώτες που είχαν διασυνδέσεις με την Ελλάδα. Σημαντικό ρόλο σ΄αυτό έπαιξαν κάποιες οικογένειες Τσάμηδων οι οποίες είχαν εγκαταλείψει τα τσιφλίκια τους στη Θεσπρωτία, είχαν εγκατασταθεί στην Αλβανία και είχαν γίνει φανατικοί υποστη-ρικτές των ανθελληνικών ιταλικών κινήσεων κατά τις παραμονές του ελληνοιταλικού πολέμου. Αλλωστε και στον λόγο που είχε εκφωνήσει ο Μουσολίνι τον Ιούνιο του 1940, είχε αναφέρει ότι θα απέδιδε στην Αλβανία το Κόσοβο και την Τσαμουριά, προκειμένου να δημιουργηθεί η Μεγάλη Αλβανία…
Μετά την εισβολή των Ιταλών στην Ελλάδα, οι ιταλοαλβανικές δυνάμεις έφθασαν στην Ηγουμενίτσα και οι Τσάμηδες που υπηρετούσαν τον εχθρικό στρατό, διέπραξαν ειδεχθή εγκλήματα και βαρβαρότητες κατά των Ελλήνων πολιτών. Όμως σύντομα, η ελληνική αντεπίθεση απομάκρυνε τους εισβολείς αυτούς πέρα από τα σύνορα. Ο τοπικός πληθυσμός όμως κατά την διάρκεια της ιταλικής και γερμανικής κατοχής, υπέφερε τα πάνδεινα καθώς οι περισσότεροι μουσουλμάνοι Τσάμηδες, συνεργάζονταν με τον κατακτητή. Οι λεηλασίες στα σπίτια και οι μαζικές εκτελέσεις στα χωριά των χριστιανών, ήταν κάτι συνηθισμένο. Οι Τσάμηδες έπαιρναν μέσω πλιάτσικου τις αμοιβές τους για την συνεργασία με τους εχθρούς, ενώ οι Ιταλοί μέσω αυτών, επεδίωκαν την συστηματική αλλοίωση του τοπικού ελληνικού πληθυσμού. Σε όσα χωριά υπήρχε έστω και μια μουσουλμανική οικογένεια, οι Τσάμηδες με τις ευλογίες των Ιταλών, εγκαθιστούσαν κοινοτικά συμβούλια. Όταν ο Τσολάκογλου επελήφθη του θέματος αυτού αναθέτοντας στον νομάρχη Θεσπρωτίας Γεώργιο Βασιλάκο να αντικαταστήσει αυτά τα κοινοτικά συμβούλια γιατί αλλοίωναν τις δομές του ελληνικού κράτους, ο νομάρχης έπεσε θύμα δολοφονικής ενέδρας από τους Τσάμηδες. Στη συνέχεια, συνέπραξαν με τους Γερμανούς και να τους βοήθησαν να αντιμετωπίσουν τις στρατιωτικές δυνάμεις αντίστασης των Ελλήνων, ελπίζοντας μέσω της γερμανικής υποστήριξης να αποκομίσουν τα εδαφικά οφέλη που επεδίωκαν. Όταν όμως κατάλαβαν ότι οι γερμανοί δεν είχαν διάθεση να τους δώσουν τέτοια υποστήριξη, σκέφτηκαν να προτείνουν στην ελληνική πλευρά την ένωση της Ελλάδας με την Αλβανία, υπό το επιχείρημα ότι η αντιμετώπιση του εχθρού εκ μέρους και των δύο υπό κατοχή χωρών, θα απέβαινε αποτελεσματικότερη. Ιστορικές αναλύσεις εκτίμησαν αυτήν την κίνηση, ως ενδεχομένως παραπλανητική η οποία προφανώς υπέκρυπτε τις επεκτατικές διαθέσεις των Αλβανών προς την Ελλάδα. Οι Αλβανοί, ανέφεραν ότι τους συνδέουν πολλά κοινά με τους Ελληνες και απέδιδαν την εχθρική κατά των Ελλήνων συνεργασία τους με τους Ιταλούς και Γερμανούς, στο γεγονός ότι « είχαν και κείνοι εξαναγκαστεί να πράξουν έτσι». Στο αίτημά τους είχε βέβαια αναφερθεί ότι «κατά την ένωση αυτή, επιθυμούσαν κράτος δυαδικό με τοπική ανεξαρτησία και αυτοδιοίκηση του αλβανικού λαού, ενώ ζητούσαν να γίνει η ένωση μυστικά». Οι προτάσεις που έγιναν από την αλβανική προς την ελληνική πλευρά, καταγράφηκαν διεξοδικά στην έκθεση που συνέταξε τον Φεβρουάριο του 1944 ο συνταγματάρχης Αθανάσιος Χρυσοχόου, ο οποίος είχε εγκατασταθεί κατά την περίοδο της Κατοχής στην Θεσσαλονίκη, όπου και πραγματοποιήθηκε η ελληνοαλβανική συνάντηση. Η έκθεση είχε αποσταλεί από τον Έλληνα συνταγματάρχη στον τότε πρωθυπουργό Ιωάννη Ράλλη. Όμως μάλλον δεν υπήρξε εκ μέρους της ελληνικής πλευράς καμία συνέχεια στην επαφή αυτή, καθώς δεν έχει μέχρι σήμερα εμφανιστεί κανένα έγγραφο που να πιστοποιεί ότι δόθηκε κάποια απάντηση εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης στον τότε Αλβανό πρωθυπουργό. Προφανώς οι «καλές» προθέσεις των Αλβανών, έμειναν αναπάντητες. 

 infognomonpolitics