Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

Πληθωρισμός: Aπειλή για την παγκόσμια οικονομία χωρίς λόγο και αιτία

Η δήλωση που έκανε στο Reuters από τη Μινεάπολη ο επικεφαλής οικονομολόγος της Wells Fargo Securities Σκοτ Αντερσον είναι «όλα τα λεφτά»: «Προσπαθούν να ανεβάζουν διαρκώς τις τιμές. Θα δούμε αν η καταναλωτική ζήτηση θα μπορέσει να στηρίξει την προσπάθειά τους»! Τι θέλει να πει ο αναλυτής; Οτι ο πληθωρισμός έχει αρχίσει να μετατρέπεται σε απειλή για την παγκόσμια οικονομία άνευ λόγου και αιτίας. Οτι ενώ η παγκόσμια μόδα της λιτότητας και της δημοσιονομικής ευταξίας κρατά χαμηλά το εργατικό κόστος και αυξάνει τις στρατιές των ανέργων - δηλαδή περικόπτει δραστικά την αγοραστική δυνατότητα των καταναλωτών - οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών συνεχίζουν να ανεβαίνουν.
Για την αναθέρμανση των πληθωριστικών πιέσεων δεν χωρεί αμφιβολία. Στην ευρωζώνη ο πληθωρισμός έφθασε ήδη στο 2,4% τον Ιανουάριο από 2,2% που ήταν το Δεκέμβριο και 1,9% το Νοέμβριο του 2010, ενώ στη Βρετανία έχει εκτιναχθεί στο 3,7%, παρά το ότι η οικονομία της χώρας βρίσκεται με το ένα πόδι στην ύφεση - το τέταρτο τρίμηνο του 2010 το βρετανικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 0,5% σε σχέση με το τρίτο. Βεβαίως ο πληθωρισμός στην Κίνα και στην Ινδία είναι πολύ υψηλότερος. Ομως στις χώρες αυτές οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι ιλιγγιώδεις και η καταναλωτική ζήτηση αυξάνεται θεαματικά.
Για τις ΗΠΑ, που δεν αντιμετωπίζουν οξύ πρόβλημα με τον πληθωρισμό (κυμαίνεται στο 1,6%), θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η οικονομία έχει ανακτήσει αναπτυξιακούς ρυθμούς (άνω του 3% σε ετήσια βάση) που θα δικαιολογούσαν κάποια ανοδική πίεση στις τιμές. Τους τελευταίους μήνες εμφανίστηκαν, άλλωστε, ενδείξεις ανάκαμψης του ηθικού των Αμερικανών καταναλωτών (όσων βεβαίως έχουν εργασία και διαθέτουν αγοραστική δύναμη, διότι η ανεργία παραμένει στις ΗΠΑ στις παρυφές του 10%).
Το παράδοξο είναι η αύξηση των τιμών καταναλωτή στις χώρες που οι καταναλωτές υφίστανται τις επιπτώσεις από τη μόδα της λιτότητας. Στις χώρες που δεν έχουν ακόμη ξεφύγει από τον ασφυκτικό κλοιό της οικονομικής δυσπραγίας - και η Ελλάδα είναι μια από τις πλέον χαρακτηριστικές, αφού η οικονομία της συρρικνώνεται εδώ και πάνω από ένα χρόνο. Στις χώρες, δηλαδή, που συρρικνώνεται η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και εξασθενεί η ιδιωτική ζήτηση.
Το φαινόμενο εξηγείται αν αφήσει κανείς κατά μέρος τον περίφημο νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Ο νόμος αυτός καθορίζει τις αυξομειώσεις στις τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η αγορά θα λειτουργεί ελεύθερα και θα είναι ανεπηρέαστη από εξωτερικές παρεμβάσεις. Αυτό δεν συμβαίνει στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία που ζούμε. Η κούρσα των τιμών των τροφίμων και του πετρελαίου, ας πούμε, που αποτελεί την σπουδαιότερη αιτία για τις ανατιμήσεις των αγαθών (σ' αυτό συμφωνούν πολιτικοί και τραπεζίτες), δεν επηρεάζεται από την καταναλωτική ζήτηση αλλά από τις κινήσεις των διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων.
Θεσμικοί επενδυτές (τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, ασφαλιστικά ταμεία, funds εν γένει), που δεν είναι βεβαίως φιλανθρωπικά ιδρύματα, άρχισαν να ξαναπαίζουν το παιχνίδι του εύκολου κέρδους «τζογάροντας» στις προθεσμιακές αγορές εμπορευμάτων, όπου διαμορφώνονται εν πολλοίς οι τιμές της ενέργειας και των τροφίμων. Οι εξελίξεις στις αγορές πετρελαίου είναι αποκαλυπτικές του «πάρτι» που γίνεται. Και μόνο το γεγονός ότι η τιμή του Brent στο Λονδίνο ξεπερνά κατά 10 ολόκληρα δολάρια την τιμή του αργού στη Νέα Υόρκη (κατά κανόνα οι τιμές του Brent είναι κατά τι φθηνότερες από τις τιμές του αργού) δείχνει το μέγεθος της κερδοσκοπικής παραμόρφωσης των αγορών.
Ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ ήταν σαφής την Πέμπτη. Ο πρόεδρος της ευρωτράπεζας αφού ανακοίνωσε ότι διατηρεί το βασικό επιτόκιο του ευρώ στο ιστορικά χαμηλό επίπεδο του 1% (παρά την εκτίναξη του πληθωρισμού πάνω από το ανώτατο ανεκτό από την ίδια την ΕΚΤ όριο 2%, δικαιολόγησε την πληθωριστική... απάθειά του (και είναι δα γνωστή η πληθωρισμοφοβία των κεντρικών τραπεζιτών) λέγοντας ότι «η αύξηση των τιμών οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στις ανατιμήσεις της ενέργειας και των τροφίμων» και ότι «ο δομικός πληθωρισμός παραμένει υπό έλεγχο».
Ο Τρισέ δεν θέλησε να σφίξει κι άλλο τον βρόχο της λιτότητας στις οικονομίες της περιφέρειας επιτείνοντας την έλλειψη ρευστότητας. Οπως άλλωστε και ο συνάδελφός του της Τράπεζας της Αγγλίας Μέρβιν Κινγκ, δεν προχωρεί σε αύξηση των επιτοκίων της στερλίνας παρά το ότι κι αυτός θεωρεί το 2% ως ανώτατο ποσοστό πληθωριστικής ανοχής.
Πώς θα μπορούσε να δοθεί μια λύση; «Με διαφάνεια στις αγορές για να υπάρχει προβλεψιμότητα», πρότεινε τις προάλλες ο γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί. Αλλά και περιορίζοντας τη ροή των κερδοσκοπικών κεφαλαίων ενδεχομένως. Πρόκειται για παλαιότερη θέση του Σαρκοζί, την οποία φαίνεται πως εγκατέλειψε. Ομως, και οι κεντρικοί τραπεζίτες διστάζουν να ζητήσουν να μπει ένα κάποιο φρένο στον τζόγο των προθεσμιακών αγορών εμπορευμάτων, μέσω της φορολόγησης των συναλλαγών, ας πούμε.
Η εξασφάλιση της σταθερότητας των τιμών συνιστά την κορυφαία αρμοδιότητα και την αυτονόητη υποχρέωση των Κεντρικών Τραπεζών. Θα υπέθετε κανείς ότι μετρημένοι, συνετοί κι απαλλαγμένοι από άγχη επαγγελματικής επιβίωσης καθώς είναι, οι κεντρικοί τραπεζίτες θα διατύπωναν κάποια λιγότερο αόριστη πρόταση για την αντιμετώπιση των υπερβολών της αγοράς. Επαψε άραγε να τους τρομάζει το διαβόητο «τέρας του πληθωρισμού»; Ή τους τρομάζει περισσότερο η εξουσία των επιχειρηματικών ομίλων, τη λειτουργία των οποίων (υποτίθεται ότι) εν πολλοίς ρυθμίζουν;

ΤΟ ΒΗΜΑ