Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

"Ένας βούρκος με γαρδένιες"

    Ιστορίες της νύχτας για μεγάλα ονόματα των κέντρων της Θεσσαλονίκης αφηγείται ο επιχειρηματίας Γιαννίκος Καρυπίδης στο βιβλίο του "Ένας βούρκος με γαρδένιες", που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΙΑΝΟΣ. 
Βιωματικά στιγμιότυπα, στοιχεία, μαρτυρίες και διάλογοι για ένα χώρο επικίνδυνο αλλά και ελκυστικό. Ένα χρονογράφημα για τα ήθη της διασκέδασης των τελευταίων 50 χρόνων στη συμπρωτεύουσα. Ένα χρονικό που δείχνει τη μετάβαση από τα "χωμένα μέσα στο βούρκο καταγώγια", όπως λέει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας, "στις πίστες που γεμίζουν τώρα γαρδένιες". Θεωρώντας τον εαυτό του "λειτουργό της διασκέδασης" υπογραμμίζει ότι άλλαξε το στυλ της νυχτερινής εξόδου στη Θεσσαλονίκη, συνδυάζοντας το ευρωπαϊκό σόου με το μοντέρνο ελληνικό ήχο της εποχής.

    Τα "Δειλινά" στη Νεάπολη, το "Χρυσό Βαρέλι" στην Αθήνα. Η "Καπνουλού" στην Πυλαία, το "Can Can" επίσης στη Νεάπολη, η "Θεσσαλονικιά" κοντά στο αεροδρόμιο, το "Θεμέλιο" μέσα στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, ο "Ζορμπάς" στο Σιδηροδρομικό Σταθμό και μετέπειτα "Διογένης Παλλάς", το "Όπερα Club" στην Καλαμαριά αποτελούν τα δημιουργήματα του. Σε αυτούς τους χώρους ( και …χορούς) κατάφερε να συνενώσει αστούς και προλετάριους, διανοούμενους και επιχειρηματίες, οικογενειάρχες και νέους, νοικοκυρές και κοριτσόπουλα.

    Γεννημένος το 1942 στο Μονοπήδαγο, έξω από τη Θεσσαλονίκη, μπήκε από μικρός στη βιοπάλη πουλώντας τα χαράματα κουλούρια πριν πάει στο σχολείο. Από δαιμόνιος μικροπωλητής εξελίχθηκε, με τους άγραφους κώδικες του δρόμου, σε μεγάλο αφεντικό, δίνοντας δουλειά σε δεκάδες βιοπαλαιστές.

    Αναπτύσσοντας τις ιστορίες του διδάσκει …διοίκηση επιχειρήσεων πίστας: Η επιλογή του χώρου, η ονοματοδοσία του κέντρου, η διακόσμηση, τα εφέ, η προαναγγελία των ονομάτων, η σωστή οργάνωση της κουζίνας, η σειρά των τραγουδιών και, πάνω απ 'όλα, η ευθεία εξήγηση και ο καλός λόγος για όλους, συν την απαιτούμενη καπατσοσύνη, αποτελούν τις βασικές παραμέτρους της εξίσωσης που λέγεται "νυχτερινή διασκέδαση".

    "Ένας καταρράκτης από 60 έγχρωμους προβολείς λούζει την πίστα. Οι τέντες που ανεμίζουν από επάνω, δίνουν την εντύπωση ότι ολόκληρο το Can - Can πετάει σαν μαγικό χαλί μέσα στη νύχτα" έγραφε, ο κοσμικογράφος, κατά παράκληση του επιχειρηματία, ο οποίος στο βιβλίο σημειώνει πως εκείνος από τότε έκανε αυτό που λέμε σήμερα "P R", τουτέστιν "Δημόσιες Σχέσεις" και Marketing…

    Μέσα από τις 500 σελίδες, με πολλές φωτογραφίες, ξετυλίγονται οι αναμνήσεις του, έχοντας επίκεντρο τα ονόματα με τα οποία συνεργάσθηκε: Στέλιος Καζαντζίδης, Νίκος Ξανθόπουλος, Πέτρος Αναγνωστάκης, Στράτος Διονυσίου, Πάνος Γαβαλάς, Βίκυ Μοσχολιού, Μαίρη Λίντα, Σταυρός Κουγιουμτζής, Μανώλης Μητσιάς, Γιάννης Πάριος, Χάρις Αλεξίου, Γιώργος Νταλάρας, Λίτσα Διαμάντη, Ρένα Κουμιώτη, Δούκισα, Μαρινέλα, Γιάννης Πουλόπουλος, Σταμάτης Κόκοτας, Πασχάλης Αρβανιτίδης, Πωλίνα, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, αδελφοί Τζαβάρα, Τόλης Βοσκόπουλος, Πόπη Αστεριάδη, Πασχάλης Τερζής, Βασίλης Καράς, Αντώνης Ρέμος και άλλοι.

    Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα για ένα νέο όνομα της εποχής…

    "Είμαστε στο 1969, έχω κλείσει τον Γιώργο Νταλάρα για το κέντρο μου, το Can -Can, για να κάνουμε συναυλίες με το Σταύρο Κουγιουμτζή. Υπηρετούσε τότε τη θητεία του και ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών. Έπαιρνε άδεια κι ερχόταν με το αεροπλάνο στη Θεσσαλονίκη. Πήγαινα πρώτα στο αεροδρόμιο με το αμάξι να τον πάρω και μετά πηγαίναμε στο μαγαζί για πρόβα. Είχαμε συνεννοηθεί η πρόβα να γίνεται στις έξι η ώρα μαζί με τον Κουγιουμτζή. Την πρώτη φορά, θυμάμαι, που πήγα στο αεροδρόμιο να τον πάρω, ήταν δύο η ώρα το μεσημέρι. Μου λέει: "Πάμε κατ ' ευθείαν στο μαγαζί". "Έξι η ώρα είναι η πρόβα" του λέω. "Δεν πειράζει, να δω το μαγαζί".(…) Φθάσαμε στο μαγαζί, πήρε ο Γιώργος την κιθάρα του και άρχισε να παίζει. Πλακώθηκε κι έπαιζε εκεί με τις ώρες! Δεν έβλεπε τίποτα και κανένα μπροστά του! Σε μια στιγμή του λέω νευριασμένος: "Άντε ρε μάγκα, να τελειώνουμε". "Εντάξει" μου λέει σκυμμένος πάνω στην κιθάρα του. Αυτό το "εντάξει" το πήγε μέχρι τις έξι το απόγευμα που ήρθε ο Κουγιουμτζής και συνέχισαν μαζί την πρόβα μέχρι τις… δύο το πρωί! Ούτε φάγαμε, ούτε ήπιαμε, μόνο καθόμουν και περίμενα να τελειώσει. Τέτοια αρρώστια είχε ο Γιώργος Νταλάρας για τη μουσική".

    Ιστορίες σαν παραμύθια, σε γλώσσα αυθόρμητη, από τον θεωρούμενο "πατριάρχη" της νυχτερινής Θεσσαλονίκης. Ένα βιβλίο- προβολέας μνήμης . Που φωτίζει τη Νύχτα με όλα της τα χρώματα. Που φωτίζει την πίστα πριν και μετά το χειροκρότημα…

    Κώστας Μαρδάς 

ΑΠΕ