«Οταν ήμουν 8 χρονώ λάτρευα τον Σαντάμ Χουσεΐν. Τον έβλεπα σαν θεό. Μια μέρα στο σχολείο μάς ζήτησαν να γράψουμε γι' αυτόν μια έκθεση. Ηταν τόσο εκθειαστική η δική μου, ώστε με έβαλαν να τη διαβάσω σε όλους τους μαθητές. Οταν έγινα δώδεκα ο πατέρας μου μου εξήγησε ότι «ο Σαντάμ είναι πολύ κακός άνθρωπος». Αρχισα να καταλαβαίνω την αλήθεια», έλεγε χθες το πρωί ο Ιρακινός σκηνοθέτης Μοχάμεντ αλ Νταράτζι, επίτιμος καλεσμένος του 51ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και μέλος της κριτικής επιτροπής.
Τα συναισθήματα που είχε πιτσιρικάς για τον Σαντάμ Χουσεΐν, που πέρασαν από την αγιοποίηση στην αποστροφή, στάθηκαν η έμπνευση για τον μικρό ήρωα της καινούργιας του ταινίας, «Ο γιος της Βαβυλώνας», που προβλήθηκε χθες.
Ο μικρός Αχμεντ είναι κουρδικής καταγωγής. Στην αρχή της ταινίας θέλει να γίνει στρατιώτης, στο τέλος ονειρεύεται να γίνει μουσικός. Τι μεσολαβεί; Τρεις βδομάδες μετά την πτώση του Σαντάμ, το 2003, ο Αχμεντ ταξιδεύει με τη γιαγιά του για να βρουν το στρατιώτη πατέρα του, που αγνοείται από τον Πόλεμο του Κόλπου. Μέχρι να φτάσουν στη Βαβυλώνα, διασχίζουν την έρημο, περνούν από τη βομβαρδισμένη Βαγδάτη, συναντούν χαμένους ανθρώπους σε μια χώρα που βρίσκεται σε χάος.
Κι όμως, η πρόθεσή του δεν ήταν να κάνει πολιτική ταινία. Ηθελε να διηγηθεί μια ιστορία πραγματική, που την έχουν ζήσει χιλιάδες Ιρακινοί. Σε κάθε προβολή της ταινίας του, όμως, πάντοτε του κάνουν πολιτικές ερωτήσεις, τον ρωτούν αν υποστηρίζει τους σουνίτες ή τους σιίτες. Ορισμένοι, όπως έλεγε, του επιτίθενται ότι πρόδωσε τη χώρα του γιατί οι ήρωές του είναι Κούρδοι και τον ρωτούν αν πήρε χρηματοδότηση από Κούρδους ή Αμερικανούς.
«Δεν με ενδιαφέρει ούτε το κόμμα των κομμουνιστών ούτε των φιλελεύθερων ούτε οι ομαδοποιήσεις με κριτήριο τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ηθελα να διηγηθώ μια ιστορία για έναν άνθρωπο, όχι για ένα πολιτικό ον», είπε. Μετά την προβολή της ταινίας του, ένα βιβλίο υπογραφών περίμενε τους θεατές έξω από το «Ολύμπιον». Ο σκηνοθέτης έχει ξεκινήσει την εκστρατεία «Irak's Missing» για τους περίπου ενάμισι εκατομμύριο αγνοούμενους Ιρακινούς τα τελευταία χρόνια.
Δεν έχει περάσει λίγα από το στρατιωτικό καθεστώς στο Ιράκ ο Μοχάμεντ αλ Νταράτζι. Μαζί με μέλη του συνεργείου του είχαν απαχθεί και βασανιστεί από τρομοκρατική ομάδα υποστηρικτών του Σαντάμ όταν γύριζε το 2005 την πρώτη του ταινία, «Ονειρα». Τα έχει όλα καταγράψει στο ντοκιμαντέρ του «Ιράκ, πόλεμος, αγάπη, Θεός και τρέλα».
Δεν το βάζει κάτω, παρ' όλο που κατά τα γυρίσματα του «Ο γιος της Βαβυλώνας» σκέφτηκε πολλές φορές να τα παρατήσει. Πέντε μήνες κράτησαν. Δεν υπάρχει βιομηχανία κινηματογράφου στο Ιράκ. Ούτε καν κινηματογραφικές αίθουσες. Αυτή στην οποία προβλήθηκε η ταινία είχε να λειτουργήσει 20 χρόνια. Ολοι τον παρότρυναν να τη γυρίσει στην Ιορδανία ή στο Μαρόκο. Αυτός επέμενε να την κάνει στη χώρα του με ερασιτέχνες ηθοποιούς.
Οταν έψαχνε τη γυναίκα που θα υποδυόταν τη γιαγιά του μικρού, γύρισε δεκάδες χωριά. Επέλεξε, τελικά, μια ηλικιωμένη με σκληρό πρόσωπο αλλά με σκοτεινή μελαγχολία στο βλέμμα. «Ηταν η μόνη που δεν έκλαψε όταν μου διηγήθηκε την ιστορία της», εξηγεί. Ο άλλος «πονοκέφαλος» για τον Μοχάμεντ αλ Νταράτζι ήταν ο μικρός ήρωας, ένας υπερκινητικός πιτσιρικάς. Τις κουβέντες για την ταινία τις έκαναν παίζοντας ποδόσφαιρο. «Ηθελα να το αντιμετωπίσει όλο ως παιχνίδι. Δεν ήταν βέβαια εύκολο, γιατί έπειτα από ένα σημείο άρχισε να με ρωτάει για τους αγνοουμένους και τους ομαδικούς τάφους». Στο μεταξύ έχασε και τους Γάλλους συνεργάτες του, γιατί ύστερα από μια βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας η γαλλική πρεσβεία στο Ιράκ τούς συμβούλευσε να φύγουν από τη χώρα.
«Ο γιος της Βαβυλώνας» ταξιδεύει τώρα σε όλο τον κόσμο με τα εύσημα του περιοδικού «Variety» -έγραψε ότι είναι ο σκηνοθέτης της χρονιάς από τη Μέση Ανατολή- αλλά και μια υποψηφιότητα για Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας.
Πιο σημαντική, όμως, από όλα είναι η εμπειρία του στο Φεστιβάλ Σάντανς. «Μετά την ταινία ήρθαν δέκα Αμερικανίδες και έκλαιγαν μπροστά μου. Είχαν χάσει τους γιους τους στον πόλεμο στο Ιράκ. Μου είπαν πως πρώτη φορά ένιωσαν ότι τον ίδιο πόνο έχει περάσει και μια μάνα από το Ιράκ». *
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ