Είναι η λιτότητα οµοναδικός δρόµοςγια να αντιµετωπιστούνοι συνέπειεςτης κρίσης; Ποιαβήµατα µπορούν να επηρεάσουν µε διαρθρωτικό τρόπο την οικονοµία, ποιους τοµείς και σε ποιο επίπεδο, έτσι ώστε να µη µετράµε µόνο απώλειες στο βιοτικό επίπεδο και στην οικονοµική ασφάλεια των πολιτών αλλά και να προσδοκού µε µια όσο το δυνατόν πιο σύντοµη ανάπτυξη;
Από ελληνικής πλευράς γράφουν ο αναπληρωτής επιστηµονικός διευθυντής στο ΙΣΤΑΜΕ Γιώργος Σιακαντάρης, που εστιάζει στηριζική αναµόρφωση του ελληνικού ∆ηµοσίου και ο καθηγητής Γιάνης Βαρουφάκης, που συνυπολογίζει τον διάχυτο φόβο για ευρωπαϊκό ντόµινο και προτείνει κεντρική λύση από την Ευρωπαϊκή Ενωση, προκειµένου όχι µόνο να αναστραφεί το κλίµα αλλά και να εισέλθουν η χώρα και η ευρωζώνη σε τροχιά ανάπτυξης.
∆ηµοσιεύετα ιακόµη η παρέµβαση δύο επιφανών γάλλων σοσιαλδηµοκρατών: του πρώην πρωθυπουργού Λιονέλ Ζοσπέν και του καθηγητή Μισέλ Αλιετά
Η Ε.Ε. να αναπληρώσει τη χαµένη ρευστότητα
Του ΓΙΑΝΗ ΒΑΡΟΥΦΑΚΗ
Η κρίση είναι ευρωπαϊκή και οι διµερείς δανειακές συµφωνίες της τρόικας µε τα χρεοκοπηµένα κράτη (π.χ. Ελλάδα και Ιρλανδία) αποτελούν µέρος και όχι λύση του προβλήµατος. Η άµµος που έχει µείνει στην κλεψύδρα της αντίστροφης µέτρησης για το ευρώ είναι λίγη, γι’ αυτό ήρθε η ώρα για µια διαφορετική, ορθολογική παρέµβαση εκ µέρους της Ε.Ε. που να αντιµετωπίζει άµεσα και τις δύο εν εξελίξει κρίσεις: (α)την κρίση χρέους των υπερχρεωµένων κρατών και (β) την κρίση των ευρωπαϊκών τραπεζών στις οποίες ανήκει το χρέος των υπερχρεωµένων κρατών και τις οποίες κρατά ζωντανές η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) µε πακτωλούς δηµοσίου χρήµατος.
Ο φαύλος κύκλος που µε µαθηµατική ακρίβεια θα αποδοµήσει το ευρώ, αν δεν παρέµβει η Ε.Ε., έχει ως εξής: η τρόικα δανείζει τεράστια ποσά στα ήδη υπερχρεωµένα κράτη µε υψηλά επιτόκια και ως αντάλλαγµα τους επιβάλλει ασφυκτικές περιοριστικές πολιτικές που µειώνουν το ΑΕΠ τους. Το βλέπουν αυτό οι τράπεζες και πείθονται πως τα παλαιότερα δανεικά που τους χρωστούν τα υπερχρεωµένα κράτη µάλλον δεν θα τα πάρουν ποτέ. Ετσι, οι τράπεζες, όση ρευστότητα και να τους δίνει η ΕΚΤ, δεν δανείζουν στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά, µε αποτέλεσµα να βαθαίνει η ύφεση, να µειώνονται τα κρατικά έσοδα, να αυξάνονται τα χρέη των υπερχρεωµένων κρατών και έτσι να πανικοβάλλονται ακόµα πιο πολύ οι τράπεζες.
Για να σπάσει ο φαύλος κύκλος µεταξύ των δύο κρίσεων, η τρόικα πρέπει να παραδεχθεί έµπρακτα πως η θεραπεία που επιβάλλει στα κράτη τροφοδοτεί την καλπάζουσα επιδηµία αντί να την αποδυναµώνει. Αντί για τις διµερείς «διαπραγµατεύσεις» µε την κάθε κυβέρνηση ξεχωριστά, η τρόικα θα έπρεπε να συγκαλέσει σύνοδο µε τη συµµετοχή (α) των ηγετών των υπερχρεωµένων κρατών και (β) εκπροσώπων των ευρωπαϊκών τραπεζών (που κατέχουν τα οµόλογα των προηγούµενων). Ο σκοπός µιας τέτοιας συνόδου θα ήταν ηλίου φαεινότερος: µια αµοιβαίως επωφελής συµφωνία η οποία θα συρρικνώσει το άθροισµα των δηµοσίων χρεών και των τραπεζικών ζηµιών (τωρινών και µελλοντικών). Π.χ. οι τράπεζες συµφωνούν να µειώσουν τις απαιτήσεις τους από τα υπερχρεωµένα κράτη (αποδεχόµενες νέα οµόλογα µικρότερης αξίας και µακρύτερης διάρκειας), ενώ τα υπερχρεωµένα κράτη να περιορίσουν τις δαπάνες τους σε τοµείς που δεν ενισχύουν τη φτώχεια και δεν πλήττουν τη µελλοντική παραγωγικότητα της χώρας τους. Σε αντάλλαγµα η ΕΚΤ να δεσµευτεί πως θα συνεχίσει να παρέχει όση ρευστότητα χρειάζονται οι τράπεζες στο διηνεκές. Μια τέτοια λογική συµφωνία µπορεί να επιτευχθεί σε µερικές ώρες, ενώ η ανακοίνωσή της θα ανακούφιζε τις αγορές και θα απέτρεπε άµεσα και αποτελεσµατικά την επέκταση του ντόµινο στην Ισπανία, στην Ιταλία, στο Βέλγιο. Αυτά ως πρώτο βήµα. Αµέσως µετά την πυροσβεστική αυτή παρέµβαση, η προσπάθεια υπέρβασης της κρίσης απαιτεί άλλα δύο βήµατα, ένα για να ξεφουσκώσει κι άλλο το συνολικό χρέος και ένα ακόµα για να έρθει η ανάκαµψη που θα απορροφήσει το εναποµείναν χρέος και θα βάλει την Ευρώπη σε νέα αναπτυξιακή τροχιά:
1. Αµεση µεταφορά οµολόγων του κάθε κράτους αξίας ίσης µε το 60% του ΑΕΠ του στην ΕΚΤ (µέρος δηλαδή του εθνικού χρέους που επιτρέπει το Μάαστριχτ), η οποία, για να τα καλύψει, εκδίδει ευρωοµόλογα ίσης αξίας. Τα κράτη εξακολουθούν να χρωστούν τα οµόλογα αυτά, αλλά πληρώνουν χαµηλότερους τόκους ανάλογους µε το επιτόκιο των ευρωοµολόγων.
2. Μαζικό πανευρωπαϊκό επενδυτικό πρόγραµµα συγχρηµατοδοτούµενο από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και την ΕΚΤ, η οποία χρησιµοποιεί (για το δικό της µέρος) τα ευρωοµόλογα που εκδίδει.
Ο Γιάνης Βαρουφάκης είναι καθηγητής Οικονοµικής Θεωρίας στο Πανεπιστήµιο Αθηνών
Το ελληνικό ∆ηµόσιο να γίνει παραγωγικό
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗ
Κάθε κρίση δίνει την ευκαιρία στον αναστοχασµό και στη δηµιουργία νέων εργαλείων για την ερµηνεία των κοινωνικών καταστάσεων.
∆υστυχώς η ελληνική κρίση δεν έχει κατορθώσει να ενεργοποιήσει ακόµη εκείνες τις πνευµατικές και πολιτικές δυνάµεις, οι οποίες θα µπορούσαν να ερµηνεύσουν µε νέο τρόπο τις χρόνιες αδυναµίες του ελληνικού κοινωνικού σχηµατισµού. Για παράδειγµα, καθηµερινά στη βάση µιας εργαλειακής αντίληψης της αντίθεσης κρατισµός - αντικρατισµός, γινόµαστε µάρτυρες είτε της ολικής απαξίωσης του δηµόσιου τοµέα και του κράτους είτε της άρνησης να αλλάξει οτιδήποτε στο ∆ηµόσιο. Ως κρατισµός εκλαµβάνεται οτιδήποτε ανήκει στο ∆ηµόσιο. Αλλά στην ουσία κρατισµός δεν είναι τίποτα άλλο από την ιδιωτική εκµετάλλευση (κυρίως από τις συντεχνίες) του δηµόσιου χώρου. Ως αντικρατισµός θεωρείται η πίστη στην ανάγκη ιδιωτικοποίησης του ∆ηµοσίου. Αλλά κυρίως είναι µια διαδικασία εµπιστοσύνης στο δηµόσιο όφελος που µπορεί να προκύπτει από τη δραστηριότητα της κοινωνίας των πολιτών. Τα δυο ρεύµατα στην ουσία βρίσκονται πολύ κοντά, ακόµη και όταν δεν το συνειδητοποιούν.
Η κρίση έκανε πολλούς πρώην κρατιστές να οµνύουν σήµερα στον αντικρατισµό και πολλούς αντικρατιστές, οπαδούς της αυτοελεγχόµενης αγοράς, να αισθάνονται δικαιωµένοι (ξεχνώντας βεβαίως πως η κρίση στην Ιρλανδία, αλλά και στις ΗΠΑ είναι απότοκο αυτής ακριβώς της αντίληψης). Ετσι, σήµερα, διάφοροι προτείνουν από τη δραστική µείωση του δηµόσιου τοµέα έως την κατάργησή του. Τέτοιες προτάσεις είναι απότοκο της ευκολίας µε την οποία επιδιώκουµε να µεταφράσουµε τις κοινωνικές εξελίξεις. ∆εν είναι τυχαίο που σ’ αυτό το ερµηνευτικό πλαίσιο η συζήτηση αναλώνεται στο κατά πόσο πρέπει να µειωθεί ο δηµόσιος τοµέας. Οχι στο πώς µπορεί να εξορθολογιστεί ο τρόπος λειτουργίας του και η χρησιµοποίηση του ανθρώπινου δυναµικού του.
Λογικές που θεωρούν ότι η µείωση του ∆ηµοσίου είναι πανάκεια δεν κατανοούν πως ακόµη και ο µισός δηµόσιος τοµέας, αν εξακολουθήσει να λειτουργεί όπως σήµερα, χωρίς αξιολόγηση, σύνδεση αµοιβών και προσφοράς, µε σαφείς στόχους και χρονοδιαγράµµατα, το κόστος του θα αυξάνεται αφού θα µειώνεται περαιτέρω η αποτελεσµατικότητά του. Γιατί το υψηλό του κόστος οφείλεται πρωτίστως στην αντιπαραγωγικότητά του και δευτερευόντως στη µισθολογική επιβάρυνση. Ενώ π.χ. στη Σουηδία, µε πολύ περισσότερους δηµοσίους υπαλλήλους, το ∆ηµόσιο λόγω της ορθολογικής του διαχείρισης συµβάλλει στη συνολική αύξηση της παραγωγικότητας της χώρας.
Από την άλλη, αν δεν γίνει τίποτα και το σηµερινό ∆ηµόσιο παραµείνει ως έχει, τότε το ίδιο δεν θα µπορέσει να επιτελέσει την κύρια λειτουργία του, η οποία δεν είναι άλλη από την εφαρµογή πολιτικών κατά των ανισοτήτων. Ακριβώς σ’ αυτή τους τη λειτουργία απέτυχαν ο δηµόσιος τοµέας και το ελληνικό κοινωνικό κράτος. Ακολουθώντας το µοντέλο της οικονοµικής ανάπτυξης στη βάση της διόγκωσης των δαπανών, το ελληνικό κοινωνικό κράτος στηρίχτηκε στη χρηµατοδότηση των τοµέων πρόνοιας και όχι στην ανάπτυξη της δυναµικής των υπηρεσιών τους. Στην Ελλάδα η αντιµετώπιση των ανισοτήτων επιδιώχθηκε να γίνει µέσα από χρηµατικές µεταβιβάσεις. Ετσι όµως, απ’ τις όποιες παροχές επωφελούνται αυτοί που έχουν λιγότερη ανάγκη. Αυτοί, βλέπετε, µπορούν πιο εύκολα να τα βγάλουν πέρα µε τις γραφειοκρατικές διαδικασίες και τα τείχη σιωπής που καλύπτουν τις προνοιακές παροχές και τη διάχυσή τους στους ωφελούµενους. Οι λιγότερο ευνοηµένοι και «δικτυωµένοι» δαπανούν µεγάλο µέρος του εισοδήµατός τους για κοινωνικές υπηρεσίες.
Το δίληµµα εποµένως δεν είναι περισσότερο ή λιγότερο ∆ηµόσιο, αλλά η µετάβαση σ’ ένα παραγωγικό ∆ηµόσιο στην κατεύθυνση της αντικατάστασης του κράτους πρόνοιας των επιδοµατικών πολιτικών από αυτό των ποιοτικών υπηρεσιών.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι αναπληρωµατικός επιστηµονικός διευθυντής στο ΙΣΤΑΜΕ
Κάθε κρίση δίνει την ευκαιρία στον αναστοχασµό και στη δηµιουργία νέων εργαλείων για την ερµηνεία των κοινωνικών καταστάσεων.
∆υστυχώς η ελληνική κρίση δεν έχει κατορθώσει να ενεργοποιήσει ακόµη εκείνες τις πνευµατικές και πολιτικές δυνάµεις, οι οποίες θα µπορούσαν να ερµηνεύσουν µε νέο τρόπο τις χρόνιες αδυναµίες του ελληνικού κοινωνικού σχηµατισµού. Για παράδειγµα, καθηµερινά στη βάση µιας εργαλειακής αντίληψης της αντίθεσης κρατισµός - αντικρατισµός, γινόµαστε µάρτυρες είτε της ολικής απαξίωσης του δηµόσιου τοµέα και του κράτους είτε της άρνησης να αλλάξει οτιδήποτε στο ∆ηµόσιο. Ως κρατισµός εκλαµβάνεται οτιδήποτε ανήκει στο ∆ηµόσιο. Αλλά στην ουσία κρατισµός δεν είναι τίποτα άλλο από την ιδιωτική εκµετάλλευση (κυρίως από τις συντεχνίες) του δηµόσιου χώρου. Ως αντικρατισµός θεωρείται η πίστη στην ανάγκη ιδιωτικοποίησης του ∆ηµοσίου. Αλλά κυρίως είναι µια διαδικασία εµπιστοσύνης στο δηµόσιο όφελος που µπορεί να προκύπτει από τη δραστηριότητα της κοινωνίας των πολιτών. Τα δυο ρεύµατα στην ουσία βρίσκονται πολύ κοντά, ακόµη και όταν δεν το συνειδητοποιούν.
Η κρίση έκανε πολλούς πρώην κρατιστές να οµνύουν σήµερα στον αντικρατισµό και πολλούς αντικρατιστές, οπαδούς της αυτοελεγχόµενης αγοράς, να αισθάνονται δικαιωµένοι (ξεχνώντας βεβαίως πως η κρίση στην Ιρλανδία, αλλά και στις ΗΠΑ είναι απότοκο αυτής ακριβώς της αντίληψης). Ετσι, σήµερα, διάφοροι προτείνουν από τη δραστική µείωση του δηµόσιου τοµέα έως την κατάργησή του. Τέτοιες προτάσεις είναι απότοκο της ευκολίας µε την οποία επιδιώκουµε να µεταφράσουµε τις κοινωνικές εξελίξεις. ∆εν είναι τυχαίο που σ’ αυτό το ερµηνευτικό πλαίσιο η συζήτηση αναλώνεται στο κατά πόσο πρέπει να µειωθεί ο δηµόσιος τοµέας. Οχι στο πώς µπορεί να εξορθολογιστεί ο τρόπος λειτουργίας του και η χρησιµοποίηση του ανθρώπινου δυναµικού του.
Λογικές που θεωρούν ότι η µείωση του ∆ηµοσίου είναι πανάκεια δεν κατανοούν πως ακόµη και ο µισός δηµόσιος τοµέας, αν εξακολουθήσει να λειτουργεί όπως σήµερα, χωρίς αξιολόγηση, σύνδεση αµοιβών και προσφοράς, µε σαφείς στόχους και χρονοδιαγράµµατα, το κόστος του θα αυξάνεται αφού θα µειώνεται περαιτέρω η αποτελεσµατικότητά του. Γιατί το υψηλό του κόστος οφείλεται πρωτίστως στην αντιπαραγωγικότητά του και δευτερευόντως στη µισθολογική επιβάρυνση. Ενώ π.χ. στη Σουηδία, µε πολύ περισσότερους δηµοσίους υπαλλήλους, το ∆ηµόσιο λόγω της ορθολογικής του διαχείρισης συµβάλλει στη συνολική αύξηση της παραγωγικότητας της χώρας.
Από την άλλη, αν δεν γίνει τίποτα και το σηµερινό ∆ηµόσιο παραµείνει ως έχει, τότε το ίδιο δεν θα µπορέσει να επιτελέσει την κύρια λειτουργία του, η οποία δεν είναι άλλη από την εφαρµογή πολιτικών κατά των ανισοτήτων. Ακριβώς σ’ αυτή τους τη λειτουργία απέτυχαν ο δηµόσιος τοµέας και το ελληνικό κοινωνικό κράτος. Ακολουθώντας το µοντέλο της οικονοµικής ανάπτυξης στη βάση της διόγκωσης των δαπανών, το ελληνικό κοινωνικό κράτος στηρίχτηκε στη χρηµατοδότηση των τοµέων πρόνοιας και όχι στην ανάπτυξη της δυναµικής των υπηρεσιών τους. Στην Ελλάδα η αντιµετώπιση των ανισοτήτων επιδιώχθηκε να γίνει µέσα από χρηµατικές µεταβιβάσεις. Ετσι όµως, απ’ τις όποιες παροχές επωφελούνται αυτοί που έχουν λιγότερη ανάγκη. Αυτοί, βλέπετε, µπορούν πιο εύκολα να τα βγάλουν πέρα µε τις γραφειοκρατικές διαδικασίες και τα τείχη σιωπής που καλύπτουν τις προνοιακές παροχές και τη διάχυσή τους στους ωφελούµενους. Οι λιγότερο ευνοηµένοι και «δικτυωµένοι» δαπανούν µεγάλο µέρος του εισοδήµατός τους για κοινωνικές υπηρεσίες.
Το δίληµµα εποµένως δεν είναι περισσότερο ή λιγότερο ∆ηµόσιο, αλλά η µετάβαση σ’ ένα παραγωγικό ∆ηµόσιο στην κατεύθυνση της αντικατάστασης του κράτους πρόνοιας των επιδοµατικών πολιτικών από αυτό των ποιοτικών υπηρεσιών.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι αναπληρωµατικός επιστηµονικός διευθυντής στο ΙΣΤΑΜΕ
ΤΑ ΝΕΑ