Η ιστορία της Valerie Plame προκάλεσε τόσο θόρυβο στην Ουάσιγκτον όσο περίπου και εκείνη του Γουότεργκεϊτ επί Νίξον. Όλα ξεκίνησαν το 1985, όταν η 22χρονη Valerie αποφοιτούσε με άριστα από το Tμήμα ∆ιαφήµισης στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια. Στη διάρκεια των σπουδών της είχε διακριθεί για τα άρθρα της στην οικονομική στήλη της φοιτητικής εφημερίδας και, όπως φαίνεται, είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον των στελεχών της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (CIA) που είχαν ως αποστολή να εντοπίζουν φρέσκα και ικανά πρόσωπα προς στρατολόγηση.
Σε μια προσωπική συνέντευξη πριν την εκπαίδευσή της εντυπωσίασε τους πάντες, απαντώντας με ευστροφία στην ερώτηση «τι θα κάνατε αν χτυπούσαν αστυνομικοί την πόρτα του δωματίου σας σε ξενοδοχείο, την ώρα που προσπαθούσατε να εκμαιεύσετε πληροφορίες από ξένο πράκτορα». Η νεαρή Valerie απάντησε χωρίς δισταγμό ότι θα έβγαζε αυτομάτως την μπλούζα της και θα έπεφτε στο κρεβάτι μαζί με τον πράκτορα, προσφέροντας και στους δύο άλλοθι. Οι άνθρωποι της CIA ενθουσιάστηκαν, την πήραν αμέσως για τη βασική εκπαίδευση, την έστειλαν στο τμήμα Ξένων Γλωσσών της Υπηρεσίας για να μάθει ελληνικά και ύστερα από τρία χρόνια την έστειλαν στην Αθήνα. Το 1989, σε ηλικία 26 ετών, η Valerie Plame διορίζεται στην αμερικανική πρεσβεία της Αθήνας. Εκείνη την εποχή, Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα ήταν ο Μάικλ Σωτήρχος και σταθμάρχης της CIA ο Doug Smith. Επίσημα, η Plame ήταν υπάλληλος του τμήματος που εκδίδει βίζες, ανεπίσημα δρούσε με την ιδιότητα του NOC (Non Official Cover) για τη συλλογή πληροφοριών που αφορούσαν την Ελλάδα, τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή. “Με τους επιχειρηματίες, τους ξένους διπλωμάτες, τους κομμουνιστές, τα γραφεία παλαιστινιακών και μεσανατολικών οργανώσεων, τους ιστορικούς και γεωγραφικούς δεσμούς με την Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή, τους εύκολους στόχους για τους τρομοκράτες και τις εκτεταμένες ακτογραμμές και τα νησιά, η Ελλάδα ήταν ένας σημαντικός τόπος για την Υπηρεσία” θα γράψει στο βιβλίο της «Fair Game: My Life as a Spy, My Betrayal by the White House» που κυκλοφόρησε το 2007. Η Valerie Plame έφυγε από την Ελλάδα το 1996 για τις Βρυξέλλες. Ένα χρόνο μετά, γνώρισε και παντρεύτηκε τον Αμερικανό διπλωμάτη Joseph Wilson που υπηρετούσε ως σύμβουλος του διοικητή της USEUCOM.
Λίγους μήνες πριν την εισβολή των αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ, η κυβέρνηση Βush στέλνει τον έμπειρο Wilson στον Νίγηρα για να συλλέξει στοιχεία σχετικά με την (υποτιθέμενη) προμήθεια ουρανίου προς την κυβέρνηση του Saddam Hussein. Ο Λευκός Οίκος αναζητά απεγνωσμένα την αφορμή για επίθεση στο Ιράκ. Ο Wilson είναι άνθρωπος του κατεστημένου, αλλά όχι τόσο ώστε να πει κάτι που δεν διαπιστώνει. Το 2003, με άρθρο του στους New York Times, ο Wilson διαψεύδει δημόσια το Λευκό Οίκο για την ύπαρξη Όπλων Μαζικής Καταστροφής στο Ιράκ. Λίγους μήνες μετά, oι ΗΠΑ και όλος ο κόσμος μαθαίνουν πως η όμορφη ξανθιά κυρία που συνοδεύει τον πρέσβη Wilson είναι η κατάσκοπος «υψηλών αποστολών» Valerie Plame. Την αποκάλυψη κάνει ο δημοσιογράφος Robert Novak, υποστηρίζοντας ότι η Plame επηρέασε το σύζυγό της, καθώς εξέφραζε μια ομάδα στο εσωτερικό της CIA που δεν επιθυμούσε την επίθεση στο Ιράκ. Με την αποκάλυψη της ταυτότητας της Plame (που αποτελεί ομοσπονδιακό αδίκημα στις ΗΠΑ) ξεσπά το σκάνδαλο «Πλέιμγκεϊτ».
Σε μια προσωπική συνέντευξη πριν την εκπαίδευσή της εντυπωσίασε τους πάντες, απαντώντας με ευστροφία στην ερώτηση «τι θα κάνατε αν χτυπούσαν αστυνομικοί την πόρτα του δωματίου σας σε ξενοδοχείο, την ώρα που προσπαθούσατε να εκμαιεύσετε πληροφορίες από ξένο πράκτορα». Η νεαρή Valerie απάντησε χωρίς δισταγμό ότι θα έβγαζε αυτομάτως την μπλούζα της και θα έπεφτε στο κρεβάτι μαζί με τον πράκτορα, προσφέροντας και στους δύο άλλοθι. Οι άνθρωποι της CIA ενθουσιάστηκαν, την πήραν αμέσως για τη βασική εκπαίδευση, την έστειλαν στο τμήμα Ξένων Γλωσσών της Υπηρεσίας για να μάθει ελληνικά και ύστερα από τρία χρόνια την έστειλαν στην Αθήνα. Το 1989, σε ηλικία 26 ετών, η Valerie Plame διορίζεται στην αμερικανική πρεσβεία της Αθήνας. Εκείνη την εποχή, Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα ήταν ο Μάικλ Σωτήρχος και σταθμάρχης της CIA ο Doug Smith. Επίσημα, η Plame ήταν υπάλληλος του τμήματος που εκδίδει βίζες, ανεπίσημα δρούσε με την ιδιότητα του NOC (Non Official Cover) για τη συλλογή πληροφοριών που αφορούσαν την Ελλάδα, τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή. “Με τους επιχειρηματίες, τους ξένους διπλωμάτες, τους κομμουνιστές, τα γραφεία παλαιστινιακών και μεσανατολικών οργανώσεων, τους ιστορικούς και γεωγραφικούς δεσμούς με την Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή, τους εύκολους στόχους για τους τρομοκράτες και τις εκτεταμένες ακτογραμμές και τα νησιά, η Ελλάδα ήταν ένας σημαντικός τόπος για την Υπηρεσία” θα γράψει στο βιβλίο της «Fair Game: My Life as a Spy, My Betrayal by the White House» που κυκλοφόρησε το 2007. Η Valerie Plame έφυγε από την Ελλάδα το 1996 για τις Βρυξέλλες. Ένα χρόνο μετά, γνώρισε και παντρεύτηκε τον Αμερικανό διπλωμάτη Joseph Wilson που υπηρετούσε ως σύμβουλος του διοικητή της USEUCOM.
Λίγους μήνες πριν την εισβολή των αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ, η κυβέρνηση Βush στέλνει τον έμπειρο Wilson στον Νίγηρα για να συλλέξει στοιχεία σχετικά με την (υποτιθέμενη) προμήθεια ουρανίου προς την κυβέρνηση του Saddam Hussein. Ο Λευκός Οίκος αναζητά απεγνωσμένα την αφορμή για επίθεση στο Ιράκ. Ο Wilson είναι άνθρωπος του κατεστημένου, αλλά όχι τόσο ώστε να πει κάτι που δεν διαπιστώνει. Το 2003, με άρθρο του στους New York Times, ο Wilson διαψεύδει δημόσια το Λευκό Οίκο για την ύπαρξη Όπλων Μαζικής Καταστροφής στο Ιράκ. Λίγους μήνες μετά, oι ΗΠΑ και όλος ο κόσμος μαθαίνουν πως η όμορφη ξανθιά κυρία που συνοδεύει τον πρέσβη Wilson είναι η κατάσκοπος «υψηλών αποστολών» Valerie Plame. Την αποκάλυψη κάνει ο δημοσιογράφος Robert Novak, υποστηρίζοντας ότι η Plame επηρέασε το σύζυγό της, καθώς εξέφραζε μια ομάδα στο εσωτερικό της CIA που δεν επιθυμούσε την επίθεση στο Ιράκ. Με την αποκάλυψη της ταυτότητας της Plame (που αποτελεί ομοσπονδιακό αδίκημα στις ΗΠΑ) ξεσπά το σκάνδαλο «Πλέιμγκεϊτ».
▪ 20 Μαρτίου 2003: Ξεκινά ο βομβαρισμός της Βαγδάτης από τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις (“Οperation Iraqi Freedom”).
▪ 6 Ιουλίου του 2003: O Joseph Wilson με άρθρο του στους New York Times δίνει την δική του εκδοχή για όλες τις πληροφορίες που αγνοήθηκαν «επειδή ήταν αντίθετες με μια προκατειλημμένη ιδέα που είχαμε για το Ιράκ» και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Αμερική «μπήκε στον πόλεμο με λάθος σκεπτικό».
▪ 14 Ιουλίου 2003: Ο δημοσιογράφος Robert Novak της Washington Post αποκαλύπτει πως η σύζυγος του διπλωμάτη Wilson υπηρετούσε μέχρι τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου στο επιχειρηματικό σκέλος της CIA. Ο Wilson υποστηρίζει ότι η αποκάλυψη της μυστικής ταυτότητας της συζύγου του έγινε για λόγους εκδίκησης από την αμερικανική κυβέρνηση γιατί ο ίδιος είχε δημοσιοποιήσει την απουσία στοιχείων για τα όπλα μαζικής καταστροφής του Saddam Hussein.
▪ 14 Σεπτεμβρίου 2003: Η CIA ζητά από το υπουργείο Δικαιοσύνης τη διεξαγωγή έρευνας για να βρεθεί ποιος αποκάλυψε στον Νοvak την ταυτότητα της Plame. O τότε υπουργός Δικαιοσύνης John Ashcroft αναθέτει την υπόθεση στον εισαγγελέα Fitzgerald. Στο πλαίσιο της έρευνας καταλήγει στη φυλακή η δημοσιογράφος Judith Miller , η οποία ανέφερε το όνομα της Plame και αρνήθηκε ν’ αποκαλύψει την πηγή της.
▪ Η δικαστική έρευνα οδηγεί στον Lewis “Scooter” Libby, προσωπάρχη του αντιπροέδρου Dick Cheney ενώ οι φήμες ότι η διαρροή του ονόματος της Plame στον Τύπο ξεκίνησε από πιο ψηλά οργιάζουν. Ο Lewis Libby κατηγορούσε τη CIA για ανικανότητα και ήταν αυτός που έγραψε την ομιλία του Collin Powell στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ με την κατηγορία ότι το Ιράκ αποπειράθηκε να αγοράσει ουράνιο από τον Νίγηρα.
▪ Η δικαστική έρευνα οδηγεί στον Lewis “Scooter” Libby, προσωπάρχη του αντιπροέδρου Dick Cheney ενώ οι φήμες ότι η διαρροή του ονόματος της Plame στον Τύπο ξεκίνησε από πιο ψηλά οργιάζουν. Ο Lewis Libby κατηγορούσε τη CIA για ανικανότητα και ήταν αυτός που έγραψε την ομιλία του Collin Powell στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ με την κατηγορία ότι το Ιράκ αποπειράθηκε να αγοράσει ουράνιο από τον Νίγηρα.
▪ Ο Libby γίνεται ο πρώτος εν ενεργεία αξιωματούχος του Λευκού Οίκου εδώ και 130 χρόνια που κατηγορείται για εγκληματικές πράξεις. Κρίνεται ένοχος για ψευδορκία και παρεμπόδιση της Δικαιοσύνης και καταδικάζεται.
▪ Λίγο αργότερα, ο George Bush του απονέμει χάρη, ενώ όλοι πιστεύουν ότι τα νήµατα της υπόθεσης κινούσε ο σύμβουλός του, Κarl Rove. Ο υφυπουργός Εξωτερικών Richard Armitage παραδέχεται ότι εκείνος ήταν ο άνθρωπος που έδωσε στον Τύπο το όνοµα της Plame. Η υπόθεση παίρνει έκτοτε τεράστιες διαστάσεις και θα απασχολήσει επί χρόνια την πολιτική επικαιρότητα στις ΗΠΑ, διότι µεταξύ άλλων ανέδειξε τις παρεµβάσεις που κάνει ο Λευκός Οίκος στα ΜΜΕ καθώς και τους τρόπους χειραγώγησης της κοινής γνώµης.
strategyreport