Σαφάρι καταθέσεων με επιτόκια-κράχτες έως και 5%
Νέα δεδομένα στις προθεσμιακές καταθέσεις φέρνει ο ανταγωνισμός των τραπεζών, που προσφέρουν επιτόκια ακόμα και 10% προκειμένου να δελεάσουν νέους πελάτες, αλλά και να σταματήσουν την «αιμορραγία» των καταθέσεων προς το εξωτερικό.
Σε πείσμα των απαιτήσεων της Τραπέζης της Ελλάδος, που προσπαθεί να βάλει «χαλινάρι» στα επιτόκια των προθεσμιακών, οι τράπεζες τις τελευταίες εβδομάδες έχουν επιδοθεί σε έναν νέο πόλεμο αποδόσεων για τους πελάτες τους.
Σε πείσμα των απαιτήσεων της Τραπέζης της Ελλάδος, που προσπαθεί να βάλει «χαλινάρι» στα επιτόκια των προθεσμιακών, οι τράπεζες τις τελευταίες εβδομάδες έχουν επιδοθεί σε έναν νέο πόλεμο αποδόσεων για τους πελάτες τους.
Η πρόσφατη κίνηση του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων να ανεβάσει το επιτόκιο των προθεσμιακών καταθέσεων στο 5% δείχνει ξεκάθαρα ότι η κλιμάκωση μεταξύ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων είναι μονόδρομος. Την ίδια στιγμή, στην αγορά «τρέχουν» προγράμματα καταθέσεων με κλιμακωτές αποδόσεις που φτάνουν το 10%, ενώ στις «παραδοσιακές» προθεσμιακές καταθέσεις τα μεικτά επιτόκια που προσφέρουν οι τράπεζες για ποσά άνω των 30.000 ευρώ ξεκινούν από το 4% και σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνούν ακόμα και το 4,5%. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι πάντως το γεγονός ότι στο «παιχνίδι» των υψηλών αποδόσεων έχουν μπει και οι μεγάλου μεγέθους τράπεζες, καθώς αναζητούν ρευστότητα από το εσωτερικό, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις δραστηριότητές τους. Και αυτό ενώ μέχρι πρότινος, πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, οι μεγαλύτερες τράπεζες επέλεγαν να δανειστούν φθηνότερα από τις αγορές, παρά να αναζητήσουν ρευστότητα από τους καταθέτες.
Γιατί ανεβάζουν τον πήχυ
Σύμφωνα με τους τραπεζίτες, υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι που «σπρώχνουν» τις τράπεζες, μικρές αλλά και μεγαλύτερες, να αναζητήσουν χρήματα από τους εγχώριους καταθέτες ανεβάζοντας αντίστοιχα τον πήχυ των επιτοκίων.
Ο πρώτος έχει να κάνει με τη φυγή σημαντικών κεφαλαίων προς το εξωτερικό, ο δεύτερος με το υψηλό κόστος δανεισμού στις διεθνείς αγορές, αλλά και την απροθυμία δανεισμού προς τις ελληνικές τράπεζες και ο τρίτος με την η ανάγκη για ρευστότητα, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν επενδυτικές δραστηριότητες αλλά και να διατηρηθεί σε αποδεκτά επίπεδα ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις.
Ενδεικτικό είναι ότι, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, το τελευταίο τρίμηνο έχουν «φύγει» περίπου 10 δισ. ευρώ από καταθέσεις (προθεσμίας και ταμιευτηρίου), γεγονός που έχει «στερέψει» αρκετά τη ρευστότητα των τραπεζών. Τα χρήματα αυτά είτε τοποθετούνται σε άλλες μορφές επένδυσης, όπως για παράδειγμα ομόλογα άλλων χωρών ή ακόμα και σε τράπεζες του εξωτερικού. Σημειώνεται πάντως ότι τα σημερινά επίπεδα στις προθεσμιακές καταθέσεις δεν είναι από τα υψηλότερα επιτόκια των τελευταίων ετών, καθώς μεσούσης της οικονομικής κρίσης τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων είχαν ξεπεράσει ακόμα και το 6% σε ετήσια βάση.
Επιπλέον, σύμφωνα με τους τραπεζίτες, τα υψηλά επιτόκια «ήρθαν για να μείνουν» τουλάχιστον για όσο χρονικό διάστημα επικρατεί αβεβαιότητα. Ουσιαστικά, όπως εξηγούν, όσο οι τράπεζες θα αντιμετωπί ζουν προβλήματα άντλησης ρευστότητας από τις διεθνείς αγορές- είτε με ομόλογα είτε με άλλον τρόπο- τα επιτόκια των καταθέσεων θα παραμείνουν υψηλά, ενώ δεν αποκλείεται ακόμη και νέα άνοδος, ειδικά στην περίπτωση που κάποια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα χρειαστεί να βελτιώσουν τα οικονομικά τους στοιχεία.
Πάντως, «διαβατήριο» για τις υψηλές αποδόσεις είναι η ύπαρξη σημαντικών ποσών σε μετρητά. Το ελάχιστο για τα περισσότερα τραπεζικά προϊόντα με υψηλές αποδόσεις είναι τα 30.000 ευρώ, ενώ σε πολλές περιπτώσεις τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ζητούν κεφάλαια από 50.000 ή 100.000 ευρώ προκειμένου να ανταμείψουν τους πελάτες με υψηλά επιτόκια. Ετσι, στον αντίποδα «χαμένοι» από τον ανταγωνισμό βγαίνουν οι μικροκαταθέτες, οι οποίοι δεν καρπώνονται κανένα από τα παραπάνω οφέλη. Και αυτό γιατί, παρά την ένταση του ανταγωνισμού στις προθεσμιακές καταθέσεις, οι λογαριασμοί ταμιευτηρίου συνεχίζουν να τοκίζονται με επιτόκια που χαρακτηρίζονται μάλλον ως «συμβολικά». Σε απόλυτους αριθμούς, οι αποδόσεις στο ταμιευτήριο κυμαίνονται ανάμεσα στο 0,25% και το 1%, σαφώς χαμηλότερα από τον επίσημο πληθωρισμό.
Στις «παραδοσιακές» προθεσμιακές καταθέσεις τα μεικτά επιτόκια για ποσά άνω των 30.000 ευρώ αρχίζουν από το 4% και σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνούν το 4,5%
«Μόδα» οι κλιμακωτές καταθέσεις
Το νέο «όπλο» στη φαρέτρα των τραπεζών- πέρα από τις «κλασικές» προθεσμιακές καταθέσεις- είναι οι λεγόμενες κλιμακωτές προθεσμιακές καταθέσεις.
Στόχος των τραπεζών είναι να «δέσουν» τους πελάτες τους για μεγάλο χρονικό διάστημα, καλύπτοντας όμως την (κυρίως ψυχολογική) ανάγκη ελευθερίας, καθώς οι περισσότεροι καταθέτες δεν είναι διατεθειμένοι να «κλειδώσουν» τα χρήματά τους για περισσότερους από δύο ή τρεις μήνες.
Τα νέα προϊόντα βασίζονται στην κλιμακωτή αύξηση του επιτοκίου κάθε μήνα, δίνοντας υψηλότερες αποδόσεις σε όσους μείνουν «πιστοί» στην τράπεζα για μεγάλο χρονικό διάστημα, έως 24 μήνες.
Μάλιστα, σε αυτή την κατηγορία οι τράπεζες πολύ συχνά διαθέτουν προϊόντα-κράχτες, στα οποία τα επιτόκια- για κάποιους μήνες- φτάνουν ακόμα και το 9%. Αυτό συμβαίνει όμως μόνο υπό την προϋπόθεση ότι ο πελάτης θα παραμείνει την τράπεζα, χωρίς να «σηκώσει» μέρος ή το σύνολο από τα χρήματά του.
Και διψήφιες αποδόσεις στα ομόλογα
Πέρα όμως από τις προθεσμιακές καταθέσεις, ιδιαίτερα δελεαστικές είναι οι αποδόσεις και σε μια σειρά από ομόλογα, οι οποίες- σε κάποιες περιπτώσεις- ξεπερνούν ακόμα και το 15% σε ετησιοποιημένη βάση. Πρόκειται για κρατικά, τραπεζικά, αλλά και εταιρικά ομόλογα, τα οποία λήγουν σε διάστημα κάποιων μηνών και διαπραγματεύονται σημαντικά χαμηλότερα από την ονομαστική τους αξία. Ετσι, όποιος αγοράσει τα ομόλογα αυτά, εκτός από την υψηλή απόδοση (κουπόνι)
εξασφαλίζει και κεφαλαιακά κέρδη στη λήξη τους. Μάλιστα, αρκετοί χρηματιστές προτείνουν στους πελάτες τους να επενδύσουν σε ομόλογα του Δημοσίου ή μεγάλων τραπεζών τα οποία λήγουν μέσα στο 2010 ή τους πρώτους μήνες του 2011 και οι ετησιοποιημένες αποδόσεις τους ξεπερνούν το 10%.
Παράλληλα, όσοι επιλέξουν τον δρόμο αυτόν θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για σημαντικότατες μεταβολές και ενδεχομένως υψηλές, βραχυπρόθεσμες απώλειες, καθώς τα spread των ομολόγων του Δημοσίου έχουν γίνει αντικείμενο κερδοσκοπίας στις αγορές, συμπαρασύροντας μαζί τους τις αποδόσεις τόσο των τραπεζικών όσο και των εταιρικών τίτλων. Ακόμα και σήμερα, παρά την ύπαρξη του πακέτου στήριξης της ελληνικής οικονομίας, το spread των ομολόγων ξεπερνά τις 700 μονάδες βάσης.
Σε απόλυτες τιμές πάντως, για εκείνους που θα το αποτολμήσουν, αυτήν τη στιγμή στην αγορά διατίθενται τραπεζικά ομόλογα, η ετησιοποιημένη απόδοση των οποίων- μαζί με τα κεφαλαιακά κέρδηξεπερνά το 10% ή και το 12% για διάστημα 6 μηνών έως τριών ετών, ενώ για μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις τα προσφερόμενα ξεπερνούν πλέον ακόμα και το 12% σε ετήσια βάση, για αντίστοιχη διάρκεια, πριν από την αφαίρεση των τόκων του 10%.
Εν τούτοις «διαβατήριο» για να τοποθετηθεί κανείς σε αυτής της κατηγορίας τα ομόλογα είναι να διαθέτει κατά κανόνα τουλάχιστον 50.000 ευρώ, γεγονός που σημαίνει ότι αυτές οι αποδόσεις απευθύνονται κυρίως σε «παχιά πορτοφόλια».
ΤΑ ΝΕΑ