Με τις επαναλαμβανόμενες κατηγορίες που εκτοξεύει κατά του ευρωπαϊκού «χριστιανικού κλαμπ» στο οποίο ενίοτε αποδίδει τάσεις ρατσισμού, την επιμονή του να στηρίζει το Ιράν στο ζήτημα του πυρηνικού του προγράμματος ερχόμενος σε ευθεία αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ, και την «επικήρυξη» του Ισραήλ ως κράτους–τρομοκράτη το οποίο μάλιστα «προειδοποιεί» να μη δοκιμάζει τις αντοχές της Τουρκίας, ο Ταγίπ Ερντογάν οικοδομεί ένα ιδιότυπο ηγετικό προφίλ.
Από τις πράξεις του, αλλά και από το ύφος και το περιεχόμενο των δηλώσεών του, προκύπτει ότι στόχος του δεν είναι μόνο η παντοδυναμία στο εσωτερικό της Τουρκίας, ούτε απλώς ένας περιφερειακός πρωταγωνιστικός ρόλος, αλλά η ανάδειξή του σε ηγέτη παγκόσμιου βεληνεκούς. Προς την κατεύθυνση αυτή, ο κ. Ερντογάν αξιοποιεί τη συμμετοχή της Τουρκίας στο G20 και, την τελευταία διετία, στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, που του επιτρέπουν να παρεμβαίνει στα δύο κορυφαία διεθνή φόρα, της οικονομίας και της διπλωματίας αντίστοιχα.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται και η πρωτοβουλία που ανέπτυξε σε συνεργασία με τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ και τον πρωθυπουργό της Ισπανίας, για τον διάλογο των πολιτισμών, και η πρόσφατη προσπάθεια που κατέβαλε με τον πρόεδρο της Βραζιλίας για την υπερπήδηση του αδιεξόδου γύρω από το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, η οποία δεν έφερε τελικά αποτέλεσμα και δεν ενθουσίασε τη Δύση, την Κίνα και τη Ρωσία. Στηριζόμενος στο προσωπικό χάρισμα επικοινωνίας που διαθέτει, και την ανάδειξη της τουρκικής οικονομίας στη 17η μεγαλύτερη του κόσμου, ο Ταγίπ Ερντογάν προτάσσει ένα όραμα ηγεμονίας με έντονα χαρακτηριστικά νεο-οθωμανισμού το οποίο έχει ως πυξίδα και ιδεολογικό υπόβαθρο τη θεωρία του στρατηγικού βάθους του Αχμέτ Νταβούτογλου.
Μπορεί η εθνικιστική ρητορική του και η απόπειρά του να ταυτισθεί με την αποτίναξη του αποικιακού ζυγού από τη Μέση Ανατολή να έχει απήχηση σε πολλούς μουσουλμάνους που βρίσκονται σε απόγνωση, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι τα αραβικά κράτη της περιοχής είναι πρόθυμα να του αναγνωρίσουν ένα ρόλο ηγεμόνα.
Η υπέρμετρη αυτοπεποίθηση και ο εθνικιστικός λαϊκισμός του έχουν αρχίσει να ενοχλούν και τη Δύση. Οι άκομψες δηλώσεις του για τη στάση του Μπαράκ Ομπάμα και της Αμερικής, τα επιθετικά σχόλιά του για τον Νικολά Σαρκοζί, την Αγκελα Μέρκελ και τον ρόλο της Ευρώπης, και το περυσινό παραλήρημα κατά του Σιμόν Πέρες στο Νταβός, έχουν ανοίξει πληγές που δεν θα επουλωθούν εύκολα. Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να προσφέρεται για εσωτερική κατανάλωση, και να βρίσκει ανταπόκριση στις μάζες, αλλά εξοργίζει εταίρους και συμμάχους που θα είναι λιγότερο πρόθυμοι να συστρατευθούν μαζί του.
Στο «Στρατηγικό βάθος» ο Αχμέτ Νταβούτογλου γράφει ότι «η Τουρκία πρέπει να είναι έτοιμη να απαντήσει με την απαιτούμενη σκληρότητα σε κάθε γεγονός που απειλεί τους στρατηγικούς της υπολογισμούς». Η ωμότητα δεν εκπλήσσει. Ομως, καλό θα ήταν να κατανοήσει ο κ. Ερντογάν ότι η Τουρκία δεν είναι ούτε Αμερική, ούτε Ευρώπη ούτε Κίνα.
Τελικά, η απάντηση ίσως έρθει από το εσωτερικό, όπου για πρώτη φορά έπειτα από μια δεκαετία πολιτικής παντοδυναμίας, διαφαίνεται στον ορίζοντα πειστική διαφορετική πρόταση. Η κοσμική Τουρκία, που αισθάνεται να απειλείται η ίδια της η ύπαρξη από τον ισλαμικό συντηρητισμό και τον αυταρχισμό του κ. Ερντογάν, αναζητεί εναγωνίως εναλλακτική λύση. Ευτυχώς, οι εποχές των στρατιωτικών πραξικοπημάτων δείχνουν να αποτελούν παρελθόν. Ομως, η δημοκρατία βρίσκει διεξόδους. Η εκλογή του νέου ηγέτη του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, έγινε δεκτή με ενθουσιασμό και για πρώτη φορά μετά οκτώ χρόνια ο Ταγίπ Ερντογάν εμφανίσθηκε σε δημοσκόπηση να υπολείπεται αντιπάλου του. Ισως, τελικά, δεν προλάβει να γίνει ο ηγέτης και σωτήρας του Ισλάμ.
Από τις πράξεις του, αλλά και από το ύφος και το περιεχόμενο των δηλώσεών του, προκύπτει ότι στόχος του δεν είναι μόνο η παντοδυναμία στο εσωτερικό της Τουρκίας, ούτε απλώς ένας περιφερειακός πρωταγωνιστικός ρόλος, αλλά η ανάδειξή του σε ηγέτη παγκόσμιου βεληνεκούς. Προς την κατεύθυνση αυτή, ο κ. Ερντογάν αξιοποιεί τη συμμετοχή της Τουρκίας στο G20 και, την τελευταία διετία, στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, που του επιτρέπουν να παρεμβαίνει στα δύο κορυφαία διεθνή φόρα, της οικονομίας και της διπλωματίας αντίστοιχα.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται και η πρωτοβουλία που ανέπτυξε σε συνεργασία με τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ και τον πρωθυπουργό της Ισπανίας, για τον διάλογο των πολιτισμών, και η πρόσφατη προσπάθεια που κατέβαλε με τον πρόεδρο της Βραζιλίας για την υπερπήδηση του αδιεξόδου γύρω από το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, η οποία δεν έφερε τελικά αποτέλεσμα και δεν ενθουσίασε τη Δύση, την Κίνα και τη Ρωσία. Στηριζόμενος στο προσωπικό χάρισμα επικοινωνίας που διαθέτει, και την ανάδειξη της τουρκικής οικονομίας στη 17η μεγαλύτερη του κόσμου, ο Ταγίπ Ερντογάν προτάσσει ένα όραμα ηγεμονίας με έντονα χαρακτηριστικά νεο-οθωμανισμού το οποίο έχει ως πυξίδα και ιδεολογικό υπόβαθρο τη θεωρία του στρατηγικού βάθους του Αχμέτ Νταβούτογλου.
Μπορεί η εθνικιστική ρητορική του και η απόπειρά του να ταυτισθεί με την αποτίναξη του αποικιακού ζυγού από τη Μέση Ανατολή να έχει απήχηση σε πολλούς μουσουλμάνους που βρίσκονται σε απόγνωση, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι τα αραβικά κράτη της περιοχής είναι πρόθυμα να του αναγνωρίσουν ένα ρόλο ηγεμόνα.
Η υπέρμετρη αυτοπεποίθηση και ο εθνικιστικός λαϊκισμός του έχουν αρχίσει να ενοχλούν και τη Δύση. Οι άκομψες δηλώσεις του για τη στάση του Μπαράκ Ομπάμα και της Αμερικής, τα επιθετικά σχόλιά του για τον Νικολά Σαρκοζί, την Αγκελα Μέρκελ και τον ρόλο της Ευρώπης, και το περυσινό παραλήρημα κατά του Σιμόν Πέρες στο Νταβός, έχουν ανοίξει πληγές που δεν θα επουλωθούν εύκολα. Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να προσφέρεται για εσωτερική κατανάλωση, και να βρίσκει ανταπόκριση στις μάζες, αλλά εξοργίζει εταίρους και συμμάχους που θα είναι λιγότερο πρόθυμοι να συστρατευθούν μαζί του.
Στο «Στρατηγικό βάθος» ο Αχμέτ Νταβούτογλου γράφει ότι «η Τουρκία πρέπει να είναι έτοιμη να απαντήσει με την απαιτούμενη σκληρότητα σε κάθε γεγονός που απειλεί τους στρατηγικούς της υπολογισμούς». Η ωμότητα δεν εκπλήσσει. Ομως, καλό θα ήταν να κατανοήσει ο κ. Ερντογάν ότι η Τουρκία δεν είναι ούτε Αμερική, ούτε Ευρώπη ούτε Κίνα.
Τελικά, η απάντηση ίσως έρθει από το εσωτερικό, όπου για πρώτη φορά έπειτα από μια δεκαετία πολιτικής παντοδυναμίας, διαφαίνεται στον ορίζοντα πειστική διαφορετική πρόταση. Η κοσμική Τουρκία, που αισθάνεται να απειλείται η ίδια της η ύπαρξη από τον ισλαμικό συντηρητισμό και τον αυταρχισμό του κ. Ερντογάν, αναζητεί εναγωνίως εναλλακτική λύση. Ευτυχώς, οι εποχές των στρατιωτικών πραξικοπημάτων δείχνουν να αποτελούν παρελθόν. Ομως, η δημοκρατία βρίσκει διεξόδους. Η εκλογή του νέου ηγέτη του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, έγινε δεκτή με ενθουσιασμό και για πρώτη φορά μετά οκτώ χρόνια ο Ταγίπ Ερντογάν εμφανίσθηκε σε δημοσκόπηση να υπολείπεται αντιπάλου του. Ισως, τελικά, δεν προλάβει να γίνει ο ηγέτης και σωτήρας του Ισλάμ.
KAΘΗΜΕΡΙΝΗ