Ανταγωνιστικότητα, επιθετικότητα και βία αποτελούν τυπικά γνωρίσματα όχι μόνο της ζωικής αλλά και της ανθρώπινης συμπεριφοράς· θεωρούνται, μάλιστα, εξίσου σημαντικά και ανεξάλειπτα με τη συντροφικότητα, τη συνεργασία και την αλληλεγγύη. Ανέκαθεν αυτές οι αντιδράσεις συμπεριφοράς αναγνωρίζονταν ως οι αναπόφευκτες εκδηλώσεις της «ανθρώπινης φύσης», μιας ασαφώς προσδιορισμένης -και άρα σκοτεινής- βιο-πολιτισμικής οντότητας, που προδιαγράφει, υποτίθεται, τα όρια κάθε ατομικής ή συλλογικής συμπεριφοράς μας.
Παρά τον υποκριτικό αποτροπιασμό μας για τις αναρίθμητες δολοφονίες, σφαγές και γενοκτονίες, που «κοσμούν» την ανθρώπινη ιστορία, διστάζουμε να αναγνωρίσουμε, πόσω μάλλον να κατανοήσουμε, το γιατί η φαινομενικά «κτηνώδης» επιθετικότητα και η λεγόμενη «τυφλή» βία αποτελούν τα σταθερά και δυσεξάλειπτα συστατικά της κοινωνικής μας ζωής.
Αφορμή για το παρόν άρθρο υπήρξε η πρόσφατη δολοφονία των τριών εργαζομένων της Marfin, θυμάτων της ανείπωτης μητροπολιτικής βίας, που αυτή τη φορά εκδηλώθηκε όχι από τα όργανα της τάξης αλλά από κάποια άτομα του «αντιεξουσιαστικού» χώρου, που υποτίθεται ότι αμφισβητούν στην πράξη κάθε κρατική, οικογενειακή και εργασιακή βία.
Προτάθηκαν διάφορες κοινωνικές, πολιτικοοικονομικές, ψυχολογικές εξηγήσεις, που επιχείρησαν να εκλογικεύσουν τέτοιες φαινομενικά «αναίτιες» ή «παράλογες» εκδηλώσεις της ανθρώπινης επιθετικότητας. Καμία, όμως, από αυτές τις εξηγήσεις δεν στάθηκε στους νευροβιολογικούς μηχανισμούς που, ενώ αποτελούν το φυσικό υπόστρωμα για την εκδήλωση κάθε βίαιης και επιθετικής συμπεριφοράς μας, υποβαθμίζονται συστηματικά από τις κυρίαρχες κοινωνιολογικές θεωρίες της επιθετικότητας. Και ας σημειωθεί ότι μιλάμε για το «υπόστρωμα» και όχι για τα «αίτια» που προκαλούν ή, ακριβέστερα, πυροδοτούν τις εκδηλώσεις βίας.
Μετά τις εντυπωσιακές ανακαλύψεις της ηθολογίας, της κοινωνιοβιολογίας και πιο πρόσφατα της εξελικτικής ψυχολογίας, θεωρείται πλέον αναμφισβήτητο και ευρύτατα αποδεκτό ότι η επιθετική συμπεριφορά των ζώων καθορίζεται από έμφυτους βιολογικούς παράγοντες. Πολύ σοβαρότερες αντιστάσεις συναντά, ακόμη και σήμερα, η αποδοχή της ανθρώπινης επιθετικότητας ως έμφυτης βιολογικής συμπεριφοράς. Ως συμπεριφοράς δηλαδή που δεν εξαρτάται αποκλειστικά από εξωγενείς περιβαλλοντικούς, μαθησιακούς και εν τέλει κοινωνικούς παράγοντες, αλλά και από τις εγγενείς βιολογικές δομές που διαμορφώθηκαν από την εξελικτική ιστορία του είδους μας.
Πρόκειται για τη γνωστή και, όπως ελπίζουμε να δείξουμε, εντελώς στείρα αντιπαράθεση της βιολογίας με την Παιδεία. Τη διάζευξη και τον αμοιβαίο αποκλεισμό των βιολογικών παραγόντων (εξελικτικών, γονιδιακών, εγκεφαλικών) από τους περιβαλλοντικούς παράγοντες στη διαμόρφωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Εμμένοντας κανείς στον έναν από τους δύο πόλους αυτής της αντιπαράθεσης, καταλήγει σε μια εσφαλμένη, δηλαδή αποσπασματική και παραπλανητική, εικόνα της ανθρώπινης κατάστασης. Μιας όντως ιδιότυπης βιολογικής κατάστασης, η οποία, επειδή δεν θεωρείται απλώς «ζωώδης», δεν σημαίνει βέβαια ότι είναι και... αγγελική.
Ξυπνά μέσα μας το κτήνος
Σε ό,τι αφορά την έρευνα της ζωικής και της ανθρώπινης βίας, οι σημαντικότερες πρόοδοι έχουν σημειωθεί στην Ηθολογία, τη σχετικά νέα επιστήμη που μελετά με τις μεθόδους των φυσικών επιστημών την ατομική και ομαδική συμπεριφορά των έμβιων όντων. Μια πρώτη θεμελιώδης εννοιολογική και πραγματολογική διάκριση που προέκυψε από τις πολυάριθμές ηθολογικές έρευνες είναι ότι δεν πρέπει να ταυτίζεται η επιθετική συμπεριφορά με την επιθετικότητα.
Ενώ ο όρος «επιθετικότητα» αναφέρεται στους ενδογενείς αιτιακούς παράγοντες και τους μηχανισμούς που προδιαθέτουν έναν οργανισμό σε βίαιη δράση απέναντι σε μέλη του ίδιου ή διαφορετικού είδους, η «επιθετική συμπεριφορά» περιορίζεται σε συγκεκριμένες εκδηλώσεις (απειλή, θυμός, ανταγωνισμός και ενδεχομένως βίαιη επίθεση).
Μια δεύτερη σημαντική διαφοροποίηση των επιθετικών ή και βίαιων συμπεριφορών έχει να κάνει με το αν αυτές απευθύνονται σε μέλη της ίδιας ομάδας ή του ίδιου είδους (ενδοειδική) ή σε μέλη διαφορετικών ειδών (δια-ειδική επιθετική συμπεριφορά). Για παράδειγμα, μια γάτα συμπεριφέρεται εντελώς διαφορετικά όταν επιτίθεται σε ένα ποντίκι απ' ό,τι όταν επιτίθεται σε μια άλλη γάτα. Και αυτό ισχύει για όλα τα ζώα, ανεξάρτητα αν είναι αρπακτικά, «αιμοβόρα» σαρκοφάγα ή «ειρηνικά» φυτοφάγα. Η καθολικότητα των επιθετικών εκδηλώσεων, καθώς και το γεγονός ότι δεν αποτελούν καθόλου αποκλειστικό προνόμιο των αρπακτικών ζώων, καθιστούν επιτακτική την ανάγκη να δοθεί μια εξελικτική ερμηνεία της σημασίας τέτοιας συμπεριφοράς για την επιβίωση των ζωικών ειδών.
Επομένως, η επιθετική συμπεριφορά δεν αποτελεί ένα μοναδικό και ενιαίο φαινόμενο, αλλά περιλαμβάνει ένα πολύ ευρύ φάσμα αντιδράσεων που διαφοροποιούνται τόσο ως προς τα διαφορετικά πρότυπα συμπεριφοράς που υιοθετούνται σε διαφορετικές περιστάσεις όσο και ως προς τα ενδογενή ή εξωγενή αίτια που πυροδοτούν αυτές τις εκδηλώσεις.
Οπως αναφέραμε ήδη, με τον όρο «επιθετικότητα» οι ηθολόγοι περιγράφουν την εσωτερική κατάσταση και τους εσωτερικούς βιολογικούς μηχανισμούς που εμπλέκονται στην προδιάθεση ενός οργανισμού να εκδηλώνει κάποια επιθετική συμπεριφορά. Αρα, το μόνο κριτήριο που διαθέτουμε για την ανίχνευση της επιθετικότητας ενός οργανισμού είναι η επιθετική συμπεριφορά που αυτός εκδηλώνει σε διάφορες περιστάσεις. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά ειδικά το ανθρώπινο είδος, η διαπίστωση της επιθετικότητας δεν είναι αποκλειστικά συμπεριφοριστική. Με άλλα λόγια, η ανθρώπινη επιθετικότητα δεν εξωτερικεύεται πάντα μέσω μιας συγκεκριμένης επιθετικής ή βίαιης σωματικής συμπεριφοράς.
Ισως γι' αυτό οι περισσότεροι ηθολόγοι επιμένουν στο ότι η επιθετικότητα δεν είναι μια μετρήσιμη ποσότητα, αλλά μια βολική έννοια για την περιγραφή των περίπλοκων εσωτερικών μηχανισμών -νευροφυσιολογικών, νευρωνικών και νευροχημικών- που εμπλέκονται άμεσα στην εκδήλωση της επιθετικής συμπεριφοράς. Η επιθετικότητα, συνεπώς, δεν είναι σχεδόν ποτέ μια αυθαίρετη ή παράλογη αντίδραση, αλλά η απάντηση του οργανισμού σε κάποια εξωτερικά ερεθίσματα. Εξωτερικά ερεθίσματα που, ανάλογα με την ένταση και τη σπουδαιότητά τους, προκαλούν την ενεργοποίηση ή την καταστολή των ενδογενών επιθετικών μηχανισμών.
Τις τελευταίες δεκαετίες έχει πραγματοποιηθεί εντυπωσιακή πρόοδος όσον αφορά την κατανόηση του εγκεφαλικού υποστρώματος και των νευροβιολογικών μηχανισμών που εμπλέκονται στην πυροδότηση της επιθετικής συμπεριφοράς. Οι νευροεπιστήμονες κατάφεραν να εντοπίσουν κάποιες παλαιοεγκεφαλικές δομές (δηλαδή κάποιες εξελικτικά αρχαιότερες δομές του εγκεφάλου) που δραστηριοποιούνται πάντα όταν εκδηλώνουμε κάποια επιθετική ή βίαιη συμπεριφορά.
Για παράδειγμα, σε ορισμένες ενστικτώδεις αντιδράσεις επίθεσης ή φυγής, αποφασιστικό ρόλο παίζουν οι υποφλοιώδεις δομές του εγκεφάλου, όπως ο δικτυωτός σχηματισμός, το μεταιχμιακό σύστημα, ο ιππόκαμπος, η αμυγδαλή, ο θάλαμος και ο υποθάλαμος, που εμπλέκονται στην ταχύτατη (και άρα μη συνειδητή) ενεργοποίηση του αυτόνομου νευρικού συστήματος. Μολονότι αρχικά οι ερευνητές πίστεψαν ότι σε αυτές τις αρχαϊκές εγκεφαλικές δομές εντοπίζονται τα «κέντρα» της επιθετικότητας, σήμερα θεωρείται βέβαιο ότι τέτοια αυστηρά προδιαγεγραμμένα ανατομικά «κέντρα» δεν υπάρχουν. Αντίθετα, στην εμφάνιση βίαιης και αντικοινωνικής συμπεριφοράς φαίνεται πως εμπλέκονται ευρύτατα νευρωνικά κυκλώματα διάσπαρτα σε ολόκληρο τον εγκέφαλό μας.
Επιστήμη και ιδεολογία
Η επιθετικότητα και η βία αποτελούν μια επίμονη παρουσία σε όλη την ανθρώπινη ιστορία. Μήπως αυτό σημαίνει ότι κάποτε θα πρέπει επιτέλους να αποδεχτούμε ότι ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως «επιθετικό ον» και ότι η παραληρηματική βία των εχθροπραξιών ενός πολέμου ή ο λυσσαλέος οικονομικός ανταγωνισμός είναι διαχρονικά και άρα μη ιστορικά φαινόμενα, που πηγάζουν από ένα «ένστικτο» επιθετικότητας εγγεγραμμένο κάπου στα γονίδιά μας;
Στα δύο παραπάνω βασανιστικά ερωτήματα η απάντηση τόσο του Konrad Lorenz, ενός από τους πατέρες της Ηθολογίας, όσο και του Edward Ο. Wilson, πρωτεργάτη στη δημιουργία της Κοινωνιοβιολογίας, είναι ανεπιφύλακτα θετική. Αμφότεροι πιστεύουν ακράδαντα ότι κάθε ζωική ή ανθρώπινη συμπεριφορά αποτελεί την έκφραση βαθύτερων ενορμήσεων ή ενστίκτων που, σε τελευταία ανάλυση, βρίσκονται εγγεγραμμένα στα γονίδιά μας και διαμορφώθηκαν από τη φυσική επιλογή κατά τη βιολογική μας εξέλιξη, επειδή ικανοποιούν τη ζωτική μας ανάγκη για επιβίωση.
Ωστόσο, η συμφωνία αυτών των δύο κορυφαίων επιστημόνων εξαντλείται σ' αυτή τη γενικόλογη παραδοχή της δομικής ομολογίας ή, αν προτιμάτε, του ισομορφισμού των βιολογικών και των κοινωνικών φαινομένων. Γιατί σε ό,τι αφορά τους μηχανισμούς μετάφρασης των βιολογικών πληροφοριών (δηλαδή των γονιδίων) σε κοινωνικές εκδηλώσεις (αγάπη-μίσος, επιθετικότητα-αλληλεγγύη), οι απόψεις τους διαφέρουν σημαντικά.
Για να εξηγήσει την ανθρώπινη επιθετικότητα ως βασικό επιβιωτικό μηχανισμό ο Lorenz υιοθετεί το μοντέλο εξήγησης «της απελευθέρωσης των ενορμήσεων», που πρώτος το είχε περιγράψει ο Φρόιντ στα ύστερα έργα του περί ενόρμησης Θανάτου. Ετσι, στο βιβλίο του «Επιθετικότητα» (εκδ. Χατζηνικολή), ο Lorenz περιγράφει την επιθετικότητα ως μια ενιαία συμπεριφορά, κοινή σε ανθρώπους και ζώα, λόγω της κοινής εξελικτικής καταγωγής, η οποία, μάλιστα, υποθέτει ότι εκδηλώνεται μέσω ενός «ψυχο-υδραυλικού» μηχανισμού εκτόνωσης των έμφυτων επιθετικών αναγκών. Σύμφωνα με αυτό το απλοϊκό μηχανιστικό μοντέλο, όταν η ενορμητική ενέργεια συσσωρεύεται χωρίς να εκτονώνεται, τότε εκδηλώνεται με μορφές παράλογης ή καταστροφικής βίας. Είναι ίσως περιττό να πούμε ότι, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες πολλών ερευνητών, αυτό το μηχανιστικό μοντέλο δεν έχει ποτέ επιβεβαιωθεί.
Ισως γι' αυτό ο Ε.Ο. Wilson και πολλοί άλλοι κοινωνιοβιολόγοι αναζήτησαν έναν εναλλακτικό, πολύ πιο περίπλοκο και ευέλικτο εγκεφαλικό μηχανισμό για να εξηγήσουν πώς τα γονίδια καθορίζουν την ανθρώπινη επιθετική συμπεριφορά μέσω της διαμόρφωσης ειδικών εγκεφαλικών κέντρων που υποτίθεται ότι «ενορχηστρώνουν» το ρεπερτόριο των επιθετικών αντιδράσεων των ζώων και των ανθρώπων.
Οπως γράφει ο Wilson στο βιβλίο του «Για την ανθρώπινη φύση» (εκδ. Λέξημα): «Η επιθετικότητα του ανθρώπου δεν είναι κάποιο σκοτεινό αγγελικό ελάττωμα ούτε κτηνώδες ένστικτο. Δεν είναι ούτε παθολογικό σύμπτωμα, λόγω της ανατροφής σε ένα εχθρικό περιβάλλον... Παρ' όλο που έχουμε αξιοσημείωτη προδιάθεση για επιθετική συμπεριφορά, απέχουμε πολύ από το να αυτοχαρακτηριστούμε ως το πιο βίαιο ζώο».
Τι υποκρύπτει άραγε αυτή η προσπάθεια αυστηρής οριοθέτησης της ανθρώπινης επιθετικής συμπεριφοράς; Υποκρύπτει το καλά τεκμηριωμένο γεγονός ότι η εκδήλωση κάθε επιθετικής συμπεριφοράς σε περίπλοκα κοινωνικά ζώα, όπως ο άνθρωπος, προϋποθέτει, και κυρίως εξαρτάται, εκτός από τα γονίδια και τον εγκέφαλο, και από το περιβάλλον. Παρά τα φαινόμενα, δεν καθορίζει η επιθετικότητα τις κοινωνικές συγκρούσεις (πώς θα μπορούσε άλλωστε;) αλλά, αντίθετα, το κοινωνικό περιβάλλον και οι κοινωνικές συγκρούσεις που λαμβάνουν χώρα σε αυτό είναι αυτά που ρυθμίζουν την έκφραση της επιθετικότητας!
Η διάχυτη και τυφλή κοινωνική και ατομική βία δεν είναι το αποτέλεσμα της εγωιστικής ανάγκης των γονιδίων μας να επιβιώνουν «πάση θυσία», αλλά μάλλον η επιλογή μιας νέας μορφής άσκησης της βιο-εξουσίας των απρόσωπων «αγορών», που, απ' ό,τι φαίνεται, ασκείται πλέον με σκοπό όχι τη μεγιστοποίηση του κέρδους αλλά την ελαχιστοποίηση των δυνατοτήτων της ανθρώπινης ζωής. *