Δευτέρα 2 Αυγούστου 2010

Ελλάδα-Ισραήλ-Τουρκία: Ένα τρίγωνο με κέντρο τη Κυπριακή Δημοκρατία



Οι τελευταίοι μήνες απετέλεσαν ένα χρονικό διάστημα ιδιαίτερων εξελίξεων, προς την κατεύθυνση της αλλαγής των υφιστάμενων ισορροπιών, στην εύθραυστη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. 

Η  σκληρή έφοδος των ισραηλινών ειδικών δυνάμεων κυρίως στο “Mavi Marmara”, αλλά και στα λοιπά πλοιάρια του επιχειρούντος να άρει τον ναυτικό αποκλεισμό της Γάζας στολίσκου, επέφερε μια αρκετά σοβαρή επιδείνωση των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων, αλλά και μία τάση απομόνωσης του Ισραήλ σε διεθνές επίπεδο, τόσο σε επίπεδο δηλώσεων και εντυπώσεων, όσο και σε επίπεδο ουσίας. 


Τα δίλημμα και τα ερωτήματα για την ελληνική εξωτερική πολιτική προφανή και αρκετά σοβαρά: Θα καλυφθεί από την Ελλάδα το κενό που μοιάζει να δημιουργείται στις διαθεσιμότητες συμμαχιών του Ισραήλ; Ποια θα πρέπει να είναι η κατάλληλη διαχείριση αυτής της επιλογής, ατενίζοντας τις αρκετά καλές ελληνοαραβικές σχέσεις, τις ανθρωπιστικές ευαισθησίες της ελληνικής κοινής γνώμης αλλά και τις “δύσκολες” ελληνοτουρκικές σχέσεις και ισορροπίες; Πόσο μπορεί να ωφελήσει τα συμφέροντα του ελληνισμού στην περιοχή μία συντονισμένη δράση Αθηνών και Λευκωσίας στο πεδίο των ανωτέρω εξελίξεων;

Λαμβάνοντας υπ΄ όψιν μας το γεγονός πως η χώρα μας πέρασε, διότι θεωρώ δεδομένο πως το κλίμα του παγκόσμιου αρνητισμού απέναντί μας έχει αρχίσει και αντιστρέφεται, μία εξαιρετικά πιεστική περίοδο οικονομικών και κοινωνικών δυσχερειών, οι οποίες άφησαν το στίγμα τους και στην εν γένει γεωπολιτική μας δυναμική, δεν μπορούμε παρά να αντιμετωπίσουμε την αναθέρμανση των ελληνοϊσραηλινών σχέσεων ως κάτι το αρκετά επωφελές και εποικοδομητικό. 

Και μόνο το γεγονός πως η “εγκάρδια”, πλην εύθραυστη, συνεννόηση Άγκυρας-Τελ Αβίβ δείχνει να πνέει τα λοίσθια φτάνει για να δώσει στην Αθήνα μια νότα αισιοδοξίας, η οποία μπορεί να εξελιχθεί σε στρατηγική ευκαιρία εάν αξιοποιηθεί δυναμικά και προσεκτικά, με απόλυτο γνώμονα όχι τους συναισθηματισμούς αλλά το εθνικό συμφέρον. H Ελλάδα μπορεί να αποκομίσει αρκετά οφέλη από μία ρεαλιστική συμμαχία με το Ισραήλ: ενίσχυση της οικονομίας μας στα επίπεδα του τουρισμού, της γεωργίας, του εμπορίου και της ενέργειας , στρατιωτική συνεργασία σε όλους τους τομείς, με τις πρόσφατες κοινές ελληνοϊσραηλινές ασκήσεις να αποτελούν μία καλή αρχή, αλλά και τα πεδία της ανταλλαγής πληροφοριών, των εξαγωγών και εισαγωγών  προηγμένων οπλικών συστημάτων να αποτελούν καλή συνέχεια, πρόσβαση σε υψηλής στάθμης  πολιτικές και στρατιωτικές τεχνολογίες. 

Επιπρόσθετα, σε ζητήματα υψηλής πολιτικής, μοιάζει η χώρα μας να επιθυμεί την αναβάθμιση του ρόλου της στα κρίσιμα πεδία της Μέσης Ανατολής, όπου εκτός από τον παραδοσιακό φιλοαραβικό μας χαρακτήρα θα πρέπει να αναπτύξουμε και το φάσμα των σχέσεων μας με το εβραϊκό κράτος. Η χώρα μας οφείλει, και μπορεί, να είναι πολυσυλλεκτική. Ο προσεταιρισμός του Ισραήλ μπορεί πολύ απλά να σημάνει μία προσέγγιση και των απανταχού ισχυρότατων εβραϊκών λόμπι, των οποίων η διαχρονικά ανθελληνική στάση πρέπει κάποτε να ανατραπεί. Επιπλέον, είναι βασικό να οριοθετήσουμε τους στόχους μας. Μία πραγματικά ανεξάρτητη ελληνική εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να παραμένει αγκυλωμένη σε συναισθηματισμούς, αλλά να φροντίζει να “αρπάζει” τις προκύπτουσες ευκαιρίες.

Η στήριξη των πάγιων ελληνικών θέσεων από το εβραϊκό κράτος και τη διασπορά του, αλλά και η ελληνική κατανόηση σε σειρά ισραηλινών αιτημάτων, μπορεί να αποβούν σημαντικοί  παράγοντες στο εύθραυστο περιβάλλον της Ανατολικής Μεσογείου, όπου οι πάγιες επιδιώξεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι η ισχυροποίηση της επιρροής της, η διασφάλιση των συμφερόντων του κυπριακού ελληνισμού και, εν τέλει, η ανάσχεση της τουρκικής επιρροής. 

Οι ανταλλαγές επισκέψεων κρατικών αξιωματούχων ανάμεσα στις δύο χώρες, όπως και η διεξαγωγή διμερών και τριμερών, με τη συμμετοχή της Κύπρου, στρατιωτικών ασκήσεων αποτελούν ενδεδειγμένες κινήσεις. Επίσης, αποφασιστική κίνηση εδραίωσης των συμφερόντων του ελληνισμού μπορεί να αποτελέσει μια ταυτόχρονη συμφωνία οριοθέτησης των ΑΟΖ ανάμεσα στις τρεις χώρες, κάτι το οποίο αφ΄ ενός εξασφαλίζει ζωτικά οικονομικά συμφέροντα, βλέπε κοιτάσματα πετρελαίου και αερίου, και αφ΄ ετέρου δημιουργεί καίριο τετελεσμένο στην περιοχή, βλέπε Αιγαίο και συμφωνίες με Αίγυπτο και Λιβύη, κάτι το οποίο μας ενισχύει διαπραγματευτικά έναντι της Τουρκίας. Επιπρόσθετα, η θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας αναβαθμίζεται καθόσον η Λευκωσία μπορεί να αναδειχθεί σε ισότιμο συνομιλητή του Ισραήλ, αλλά και συνεταίρο, λόγω γειτνιαζουσών ΑΟΖ, στο ενεργειακό “πόκερ” της περιοχής. Θα πρέπει να εμπεδωθεί από τους ισραηλινούς πως ο διάδρομος Ισραήλ-Κύπρος-Κρήτη-Ηπειρωτική Ελλάδα-Βαλκάνια ή Μάλτα και Μεσόγειος μπορεί να τους παράσχει τη γεωστρατηγική ασφάλεια που επιθυμούν, χωρίς να χρειαστεί η συμμετοχή μιας εξαιρετικά ασταθούς και έρπουσας σε φιλοϊσλαμικές θέσεις Τουρκίας. Η επιλογή της τελευταίας ως στρατηγικού εταίρου θα πρέπει να επανεξεταστεί από τους ισραηλινούς, καθώς μια ισλαμική Τουρκία, αλλά και μια Κύπρος υπό την χειραγώγησή της, απλώς ολοκληρώνουν το μουσουλμανικό εγκλωβισμό του εβραϊκού κράτους. 

Κρίνεται επιβεβλημένος ο τονισμός της τελευταίας παραμέτρου καθώς σχέδια τύπου Ανάν για το μέλλον της Κύπρου δεν αποτελούν ούτε για την ασφάλεια του Ισραήλ αποδεκτές λύσεις. Επιπρόσθετα κρίνεται επιβεβλημένη η ανταλλαγή γόνιμων σκέψεων και οι συχνές επαφές ανάμεσα στο ελληνικό και το εβραϊκό λόμπι των ΗΠΑ, προς εξορθολογισμό της, σε αρκετές περιπτώσεις, φιλοτουρκικής αμερικανικής πολιτικής σε σειρά εθνικών θεμάτων με προεξάρχον το κυπριακό. Ο φιλοτουρκισμός της Ουάσινγκτον, αλλά και των περιώνυμων εβραϊκών think tanks, θα πρέπει να στοχοποιηθεί ως εσφαλμένη στρατηγική επιλογή καθώς η Τουρκία όλο και εντονότερα ισλαμοποιείται, υβρίζει τη Δύση και στηρίζει το παραδοσιακά αντισημιτικό και δυνητικά πυρηνικό Ιράν.

Η Ελλάδα πρέπει να ενισχύσει την επιρροή της στη Μέση Ανατολή, κάτι το οποίο αποτελεί ρεαλιστικό στόχο. Τα ελληνορθόδοξα πατριαρχεία των Ιεροσολύμων και της Αλεξανδρείας, αλλά και το έτερο της Αντιοχείας αποτελούν σοβαρά προγεφυρώματα του ελληνισμού. Η ειρηνική και μακροχρόνια συνύπαρξή τους με το εβραϊκό και το αραβικό στοιχείο αποτελούν περίτρανη απόδειξη για τις προθέσεις του ελληνισμού στην περιοχή. Το Ισραήλ πρέπει να αντιληφθεί την Ελλάδα ως έναν αξιόπιστο εταίρο και έναν έντιμο συνομιλητή για τη διαμόρφωση των ισορροπιών στην περιοχή. Η παρουσία μιας πραγματικά ανεξάρτητης και δυνατής Κυπριακής Δημοκρατίας απέναντι από τις ακτές του θα έπρεπε να αποτελέσει ένα βασικό του στόχο στην περιοχή. Επίσης, θα πρέπει να προβληθεί το γεγονός πως η Ελλάδα διατηρώντας τη θρησκευτική ουδετερότητα αλλά και άρτιες σχέσεις με το μουσουλμανικό κόσμο μπορεί και πρέπει να αποτελέσει τον ιδανικό μεσολαβητή στο παλαιστινιακό ζήτημα. 

Η ενδυνάμωση των σχέσεων της Αθήνας με το Τελ Αβίβ δεν θα πρέπει, επ΄ουδενί, να σημάνει αντιαραβική στροφή στην πολιτική μας αλλά ούτε και να οδηγήσει στον άκρατο φόβο πως “Οι Άραβες θα μας εγκαταλείψουν”. Η χώρα μας οφείλει να αποκομίσει τα μέγιστα οφέλη από την ανάπτυξη των δεσμών της και με τους δύο αυτούς πόλους. Το όμοιον θα πρέπει να ισχύσει και για την Κύπρο. Η Μεγαλόνησος έχει ανάγκη τόσο από την αραβική υποστήριξη, όσο και από την εβραϊκή, δηλαδή αμερικανική, επιρροή. Η εξωστρέφεια και η τόλμη στην αναζήτηση στρατιωτικών, οικονομικών, ενεργειακών και εν τέλει πολιτικών συμμαχιών με όλους αυτούς τους παράγοντες πρέπει να θεωρείται όρος επιβίωσης για τον εν Κύπρω ελληνισμό. Η χρονική συγκυρία μοιάζει αρκετά ευνοϊκή για τη ανάπτυξη αυτής της ρεαλιστικής σχέσης, η οποία με την προσθήκη της Αιγύπτου μπορεί να αποτελέσει ένα εξαιρετικό ανάχωμα απέναντι στον τουρκικό μεγαλοϊδεατισμό στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Ωστόσο, η χώρα μας θα πρέπει να δείξει υπομονή. Οι τουρκοϊσραηλινές σχέσεις περνούν συχνά από αντίστοιχες, αν και όχι τέτοιας έντασης, διακυμάνσεις επανακάμπτοντας στα πρότερα ευνοϊκά για την Άγκυρα επίπεδα. Επιπλέον, πρέπει να αντιληφθούμε πως η αναγκαιότητα ανάπτυξης στενών δεσμών με το Ισραήλ δεν θα πρέπει να εξαρτάται αποκλειστικά ή καθοριστικά από την πορεία των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων. Η πολιτική μας οφείλει να είναι προσεκτική και ισορροπημένη μελετώντας τις τουρκικές προθέσεις, τα κυπριακά συμφέροντα, τις κατευθύνσεις της ελληνικής κοινής γνώμης, αλλά και τις αραβικές ευαισθησίες. Η παγιωμένη κατάσταση μεταξύ του εβραϊκού κράτους και των Παλαιστινίων θυμίζει κατάσταση κατοχής και αποτελεί κλασσικό παράδειγμα κακομεταχείρισης ενός ολόκληρου λαού. 

Οι ευαισθησίες του ελληνικού λαού και η διαχρονική μας αλληλεγγύη απέναντι στους δοκιμαζόμενους Παλαιστινίους, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζονται εντελώς κατά την άσκηση της εξωτερικής μας πολιτικής, όπως επίσης και ο απρόβλεπτος και αρκετές φορές σκληρός τρόπος δράσης και αντίδρασης των Ισραηλινών, βλέπε το ρεσάλτο στα πλοία της νηοπομπής. Θα πρέπει, όμως, να τονίζουμε συχνά πως η Τουρκία των γενοκτονιών, της κατοχής τμήματος ενός κράτους-μέλους της ΕΕ, του άλυτου κουρδικού προβλήματος και της προβολής άκριτων μεγαλοϊδεατικών, νεοοθωμανικών επιδιώξεων δεν δικαιούται να αυτοπροβάλλεται ούτε ως προστάτης των Παλαιστινίων, ούτε ως αξιόπιστος στρατηγικός εταίρος του Ισραήλ. 


Οι αρχαίοι πολιτισμοί της περιοχής, ελληνικός, ιουδαϊκός, αραβικός, μπορούν να επιδείξουν μια επωφελή για όλους εγκαρδιότητα με το μάτι στραμμένο στους αδικημένους της περιοχής, δηλαδή στους Κυπρίους και στους Παλαιστινίους. Μακριά λοιπόν από συμπλέγματα κατωτερότητας και απιστίας στις δυνατότητες και τα εργαλεία άσκησης της πολιτικής μας οφείλουμε να επανέλθουμε δυναμικά στο περιβάλλον της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου μετατοπίζοντας το γεωστρατηγικό παιχνίδι μακράν του Αιγαίου και εγγύτερα στο ζωτικό χώρο της Άγκυρας, της οποίας οι επιθυμίες μετεξέλιξής της σε περιφερειακή δύναμη αρχίζουν να αποδίδουν τις πρώτες απτές παρενέργειες και δυσλειτουργίες. Το “μαλακό υπογάστριο” της Άγκυρας μοιάζει να μην μπορεί να της παράσχει το ρόλο της περιφερειακής δύναμης που τόσο επιθυμεί, εφόσον η ελληνική  οικονομική, πολιτική, στρατιωτική, πολιτισμική, θρησκευτική και ενεργειακή διπλωματία κινηθεί αποφασιστικά και σε σύμπνοια με όσες φίλιες δυνάμεις, πλην της δεδομένης Λευκωσίας, επιθυμούν την προώθηση της ήπιας και συνεργατικής ελληνικής επιρροής στα πράγματα και τις ισορροπίες της περιοχής.

Αλέξανδρος Λώλης

strategyreport