Το Μνημόνιο, στο οποίο υπάρχει σαφής δέσμευση για την απελευθέρωση των ενεργειακών αγορών, αλλά και δέσμευση για αύξηση των κρατικών εσόδων από εγχώριες πλουτοπαραγωγικές πηγές, αποτελεί μια άριστη ευκαιρία για τη διατύπωση και υλοποίηση μιας νέας ενεργειακής στρατηγικής προς όφελος της οικονομίας και ενδυνάμωση της γεωπολιτικής θέσης της χώρας μας
Του Κ. Ν. ΣΤΑΜΠΟΛΗ*
Τόσο η εντυπωσιακή μείωση του δημοσίου ελλείμματος στο α’ εξάμηνο όσο και η απαρέγκλιτη εφαρμογή των όρων του Μνημονίου φαίνεται ότι έχουν αρχίσει να πείθουν τους εταίρους μας στην Ευρώπη αλλά και τους επιβλέποντες του ΔΝΤ ότι η ελληνική περίπτωση δεν είναι τόσο απελπιστική και αδιέξοδη όσο είχαν αρχικά εκτιμήσει. Βέβαια είναι πολλά τα δύσκολα ακόμα μπροστά μας και θα ήταν άκαιρο εάν όχι ριψοκίνδυνο να επιχειρήσουμε προβολές στο μέλλον.
Όμως αυτό το οποίο διαφαίνεται ξεκάθαρα στον ορίζοντα, εάν κρίνουμε από τις τελευταίες εξελίξεις στα ανοικτά ενεργειακά θέματα της περιοχής, τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και η Μόσχα επαναξιολογούν τον ρόλο της Ελλάδος, τον οποίο και θεωρούν πλέον κομβικό, ως προς τη δυνατότητα παρέμβασής της με στόχο να ξεκολλήσουν επιτέλους τα μεγάλα ενεργειακά projects της περιοχής. Δηλαδή, οι αγωγοί φυσικού αερίου και η πετρελαϊκή παράκαμψη των Δαρδανελλίων. Για τους αγωγούς αερίου η ευρωπαϊκή αντίληψη δείχνει να έχει συμβιβαστεί με την αναγκαιότητα προώθησης σε πρώτο πλάνο του ελληνο-ιταλικού αγωγού ITGI, ο οποίος φαίνεται στο τελευταίο διάστημα να έχει κερδίσει πόντους έναντι των εν δυνάμει κύριων ανταγωνιστών του, δηλαδή τους αγωγούς Nabucco και South Stream οι οποίοι ως mega projects στερούνται ευελιξίας και χαμηλού κόστους.
Επιπλέον ο ITGI αναδεικνύεται ως αγωγός-κλειδί για τη μερική απεξάρτηση Βουλγαρίας και Ρουμανίας από το ρωσικό αέριο, σε σύντομο μάλιστα χρονικό διάστημα. «Εάν οι χώρες αυτές προσμένουν από το Nabucco τη διαφοροποίηση των εισαγωγών τους σε Φυσικό Αέριο θα χρειαστεί να περιμένουν τουλάχιστον μία 10ετία, ενώ με τον ITGI το αργότερο μέσα σε 3 χρόνια θα έχουν πρόσβαση, έστω και περιορισμένη αρχικά, σε μικρές ποσότητες αζέρικου αερίου» παρατηρεί υψηλόβαθμο στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Βρυξέλλες που παρακολουθεί στενά τα ενεργειακά πράγματα στην περιοχή μας.
Πέρα από τον interconnector αγωγό Κομοτηνή - Στάρα Ζαγκόρα που θα έρθει να καθίσει πάνω στον ITGI υπάρχει ακόμη και η προοπτική δημιουργίας του τερματικού LNG στην Καβάλα, γεγονός που θα προσφέρει μία πρόσθετη ενεργειακή πύλη, μέσω Ελλάδος, στα ανατολικά Βαλκάνια. Για όλους αυτούς τους λόγους ο ITGI έχει αξιολογηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως έργο ύψιστης προτεραιότητας και προπομπός για τη μεγάλης κλίμακας μεταφορά κασπιανού αερίου προς την Ευρώπη.
Η επαναξιολόγηση του ρόλου της Ελλάδος ως μιας εν δυνάμει σημαντικής ενεργειακής γέφυρας στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης φαίνεται ότι έχει προχωρήσει και από την Ουάσιγκτον εάν κρίνουμε από την επίσκεψη στην Αθήνα πριν από μερικές εβδομάδες του ειδικού απεσταλμένου του State Department κ. Richard Morningstar και τις δηλώσεις του στην «Καθημερινή» (1/8). Μάλιστα η κυβέρνηση των ΗΠΑ πηγαίνει ένα βήμα πιο πέρα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρώντας ότι τώρα είναι μία καλή περίοδος για την οριοθέτηση της ζώνης Αποκλειστικής Οικονομικής Εκμετάλλευσης (ΑΟΖ) μεταξύ Ελλάδος-Τουρκίας, όπως ασφαλώς και μεταξύ Ελλάδος και των υπολοίπων παράκτιων χωρών (δηλαδή Κύπρου, Αιγύπτου και Λιβύης). Η πρόσφατη επίσκεψη του Ισραηλινού πρωθυπουργού στην Αθήνα και η σύσφιξη σχέσεων μεταξύ Ελλάδας-Ισραήλ αναμφίβολα βοηθά προς αυτή την κατεύθυνση.
Έχοντας επιτέλους αποδεχθεί τον βαρύνοντα ρόλο της Ρωσίας στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας η Ουάσιγκτον εμφανίζεται ιδιαίτερα προσεκτική στις δηλώσεις της αναφορικά με τον πετρελαιαγωγό Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολη η χρησιμότητα του οποίου πλέον δεν αμφισβητείται αφού αυτό που προέχει, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του State Department, είναι «η ασφάλεια της ναυσιπλοΐας στον Βόσπορο, κάτι που ενισχύεται μέσω παρακαμπτηρίων αγωγών» όπως δήλωσε. Βέβαια όπως σημειώνουν πολιτικοί παρατηρητές στην Αθήνα, η έμμεση αυτή υποστήριξη της αμερικανικής κυβέρνησης προς το τριμερές αυτό έργο (Ρωσία, Ελλάδα, Βουλγαρία) δεν είναι άσχετη με την πρόσφατη επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας με αφορμή την επιταχυνόμενη προσέγγιση της Τουρκίας προς το Ιράν και σωρεία άλλων θεμάτων (λ.χ. υποστήριξη ΗΠΑ προς τους Κούρδους, αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων, κ.λπ.).
Ακόμη είναι η αναγνώριση του γεγονότος ότι αφ' ης στιγμής επήλθε συμφωνία μεταξύ Τουρκίας και Αζερμπαϊτζάν για τη διέλευση του αζέρικου αερίου μέσω του δικτύου της BOTAS, η Τουρκία σε αυτή τη φάση δεν έχει να προσθέσει κάτι νέο και σημαντικό για να ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια της περιοχής. Εξ ου και η μετακίνηση ενδιαφέροντος προς την Ελλάδα, η οποία πέρα από τις δυνατότητες που παρουσιάζει ως οιονεί ενεργειακή πύλη, με αμφίδρομη μάλιστα σχέση, (Καβάλα προς Βουλγαρία / Ρουμανία, Μπουργκάς προς Αλεξανδρούπολη) διαθέτει και δικά της αναξιοποίητα κοιτάσματα υδρογονανθράκων στο Αιγαίο.
Τα κοιτάσματα αυτά, τα οποία συναντώνται όχι μόνο στο Αιγαίο αλλά και νοτίως της Κρήτης και στο Ιόνιο και στην ενδοχώρα, εάν εκμεταλλευτούν σωστά μπορούν να καταστούν πηγή πολύτιμων εσόδων σε σταθερή βάση για τον κρατικό προϋπολογισμό (π.χ. Για μία παραγωγή της τάξεως των 100.000 βαρελιών την ημέρα τα προβλεπόμενα έσοδα του κράτους από φορολογία μόνο με τις τρέχουσες τιμές εκτιμώνται στα 1.5-2.0 δισ. εκατ. ευρώ τον χρόνο). Και αυτός είναι ένας ακόμη λόγος γιατί οι δανειστές μας (Ε.Ε., ΕΚΤ και ΔΝΤ) έχουν κάθε λόγο να επιθυμούν μία γρήγορη επίλυση των εκκρεμοτήτων στο Αιγαίο και προτείνουν (βλέπε δηλώσεις Morningstar) να μεσολαβήσουν για την οριοθέτηση των ΑΟΖ. Αλλά πριν αποδεχθούμε ή επιδιώξουμε οποιαδήποτε μεσολάβηση ή έξωθεν «βοήθεια» θα πρέπει πρώτα εμείς οι ίδιοι να επανακαθορίσουμε τις ενεργειακές μας προτεραιότητες με γνώμονα το εθνικό συμφέρον.
Και οι προτεραιότητες αυτές, συνοπτικά, στο πλαίσιο μιας εθνικής ενεργειακής στρατηγικής θα μπορούσαν να εστιασθούν στους εξής τέσσερις βασικούς άξονες:
(α) Αύξηση της εγχώριας παραγωγής ενέργειας από κάθε δυνατή πηγή, συμβατική και μη, με μακρόχρονο στόχο τη μείωση της εξάρτησής μας από εισαγόμενα καύσιμα. Ένας στόχος που μπορεί και πρέπει να επιτευχθεί με παράλληλη μείωση των εκπομπών CO2, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην κοινοτική οδηγία, αλλά και στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτικής της Ε.Ε. για το 20-20-20, είναι ότι η αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ στην κάλυψη της πρωτογενούς ενεργειακής (20%) ζήτησης πρέπει να αποτελέσει σταθερή δέσμευση σε εθνικό επίπεδο. Παράλληλα θα πρέπει να επιδιωχθεί η εγχώρια παραγωγή υδρογονανθράκων καθώς και η περαιτέρω εκμετάλλευση των στερεών καυσίμων που διαθέτει η χώρα με αξιοποίηση ευρωπαϊκών κονδυλίων για την ανάπτυξη και εφαρμογή νέων τεχνολογιών (βλέπε CCS), καθώς και η εκμετάλλευση των αποθεμάτων ουρανίου στη Β. Ελλάδα.
(β) Απελευθέρωση των αγορών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, σύμφωνα με τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες και δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού με παράλληλη προώθηση ιδιωτικών επενδύσεων. Πρόσβαση των ιδιωτών ηλεκτροπαραγωγών σε όλο το παραγωγικό μείγμα (π.χ. λιγνίτες, άνθρακα, υδατοπτώσεις) και όχι μόνο στο φυσικό αέριο. Ολοκλήρωση ανοίγματος αγοράς φυσικού αερίου βάσει ρυθμίσεων που έχουν ήδη συμφωνηθεί και τεθεί σε εφαρμογή.
(γ) Αναβάθμιση, επέκταση και δημιουργία νέων διεθνών ενεργειακών διασυνδέσεων. Στον ηλεκτρισμό (βλέπε διασυνδέσεις με Ιταλία, Αλβανία, FYROM, Βουλγαρία και Τουρκία) στο πετρέλαιο (βλέπε αγωγό Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολη, επέκταση αγωγού Θεσσαλονίκης - Σκοπίων προς Κόσοβο) σε φυσικό αέριο (βλέπει διασύνδεση Ελλάδος - Βουλγαρίας, κατασκευή αγωγού προς Αλβανία, υποθαλάσσια σύνδεση με Ιταλία, κ.λπ.)
(δ) Ενίσχυση της εγχώριας ενεργειακής βιομηχανικής παραγωγικής βάσης για συμβατικές μορφές ενέργειας και ΑΠΕ με παράλληλη προώθηση ερευνητικών προσπαθειών σε πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα και βιομηχανία που οδηγούν σε καινοτόμα προϊόντα και διπλώματα ευρεσιτεχνίας (hardware and software). Η Ελλάδα ήδη διαθέτει μία καλή παραγωγική υποδομή σε ηλιακά θερμικά και φωτοβολταϊκά συστήματα η οποία μπορεί να ενισχυθεί περαιτέρω ενώ υπάρχουν δυνατότητες και στα αιολικά με την προϋπόθεση ότι θα επιταχυνθεί ο ρυθμός των εγκαταστάσεων. Αλλά και στην κατασκευή συμβατικών θερμοηλεκτρικών μονάδων υπάρχει know - how και υποδομή με δυνατότητα περαιτέρω ανάπτυξης.
Ολοκληρώνοντας την περιληπτική αυτή απεικόνιση των προτεραιοτήτων μιας ολοκληρωμένης εθνικής ενεργειακής στρατηγικής, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι τόσο το Μνημόνιο, η εφαρμογή του οποίου βρίσκεται ακόμη στο πρώτο κρίσιμο στάδιο, όσο και οι διπλωματικές και άλλες διεργασίες που είναι σε πλήρη εξέλιξη αυτή την περίοδο στην ευρύτερη περιοχή (βλέπε Μαύρη Θάλασσα, Τουρκία, Ισραήλ, Συρία, Κόσοβο) προσφέρουν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στην κυβέρνηση να επανατοποθετηθεί επί βασικών θεμάτων (π.χ. απελευθέρωση αγορών ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου, αξιοποίηση εγχώριων υδρογονανθράκων, διεθνείς ενεργειακές διασυνδέσεις) και να χαράξει μια νέα ενεργειακή στρατηγική σε εθνικό επίπεδο.
Αν και παρόμοιες προσπάθειες έγιναν στο πρόσφατο παρελθόν (βλέπε πείραμα ΣΕΕΣ) και εξακολουθούν να γίνονται (σύσταση επιτροπής από ΥΠΕΚΑ για ενεργειακό σχεδιασμό), ο ρόλος τους θα είναι υποχρεωτικά δευτερεύων και τα σχετικά πορίσματά τους άνευ σημασίας, όσο το ενεργειακό παραμένει εκτός κεντρικού πολιτικού σχεδιασμού. Γι’ αυτό το Μνημόνιο, στο οποίο υπάρχει σαφής δέσμευση για την απελευθέρωση των ενεργειακών αγορών, αλλά και δέσμευση για αύξηση των κρατικών εσόδων από εγχώριες πλουτοπαραγωγικές πηγές, αποτελεί μια άριστη ευκαιρία για τη διατύπωση και υλοποίηση μιας νέας ενεργειακής στρατηγικής προς όφελος της οικονομίας και ενδυνάμωση της γεωπολιτικής θέσης της χώρας μας. Ακόμη και οι δανειστές μας θα μας βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση αφού έτσι εξασφαλίζεται η επιστροφή των κεφαλαίων τους.
*Αντιπρόεδρος και γενικός διευθυντής του Ινστιτούτου Ενέργειας και Ανάπτυξης ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ)
ΗΜΕΡΗΣΙΑ
Του Κ. Ν. ΣΤΑΜΠΟΛΗ*
Τόσο η εντυπωσιακή μείωση του δημοσίου ελλείμματος στο α’ εξάμηνο όσο και η απαρέγκλιτη εφαρμογή των όρων του Μνημονίου φαίνεται ότι έχουν αρχίσει να πείθουν τους εταίρους μας στην Ευρώπη αλλά και τους επιβλέποντες του ΔΝΤ ότι η ελληνική περίπτωση δεν είναι τόσο απελπιστική και αδιέξοδη όσο είχαν αρχικά εκτιμήσει. Βέβαια είναι πολλά τα δύσκολα ακόμα μπροστά μας και θα ήταν άκαιρο εάν όχι ριψοκίνδυνο να επιχειρήσουμε προβολές στο μέλλον.
Όμως αυτό το οποίο διαφαίνεται ξεκάθαρα στον ορίζοντα, εάν κρίνουμε από τις τελευταίες εξελίξεις στα ανοικτά ενεργειακά θέματα της περιοχής, τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και η Μόσχα επαναξιολογούν τον ρόλο της Ελλάδος, τον οποίο και θεωρούν πλέον κομβικό, ως προς τη δυνατότητα παρέμβασής της με στόχο να ξεκολλήσουν επιτέλους τα μεγάλα ενεργειακά projects της περιοχής. Δηλαδή, οι αγωγοί φυσικού αερίου και η πετρελαϊκή παράκαμψη των Δαρδανελλίων. Για τους αγωγούς αερίου η ευρωπαϊκή αντίληψη δείχνει να έχει συμβιβαστεί με την αναγκαιότητα προώθησης σε πρώτο πλάνο του ελληνο-ιταλικού αγωγού ITGI, ο οποίος φαίνεται στο τελευταίο διάστημα να έχει κερδίσει πόντους έναντι των εν δυνάμει κύριων ανταγωνιστών του, δηλαδή τους αγωγούς Nabucco και South Stream οι οποίοι ως mega projects στερούνται ευελιξίας και χαμηλού κόστους.
Επιπλέον ο ITGI αναδεικνύεται ως αγωγός-κλειδί για τη μερική απεξάρτηση Βουλγαρίας και Ρουμανίας από το ρωσικό αέριο, σε σύντομο μάλιστα χρονικό διάστημα. «Εάν οι χώρες αυτές προσμένουν από το Nabucco τη διαφοροποίηση των εισαγωγών τους σε Φυσικό Αέριο θα χρειαστεί να περιμένουν τουλάχιστον μία 10ετία, ενώ με τον ITGI το αργότερο μέσα σε 3 χρόνια θα έχουν πρόσβαση, έστω και περιορισμένη αρχικά, σε μικρές ποσότητες αζέρικου αερίου» παρατηρεί υψηλόβαθμο στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Βρυξέλλες που παρακολουθεί στενά τα ενεργειακά πράγματα στην περιοχή μας.
Πέρα από τον interconnector αγωγό Κομοτηνή - Στάρα Ζαγκόρα που θα έρθει να καθίσει πάνω στον ITGI υπάρχει ακόμη και η προοπτική δημιουργίας του τερματικού LNG στην Καβάλα, γεγονός που θα προσφέρει μία πρόσθετη ενεργειακή πύλη, μέσω Ελλάδος, στα ανατολικά Βαλκάνια. Για όλους αυτούς τους λόγους ο ITGI έχει αξιολογηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως έργο ύψιστης προτεραιότητας και προπομπός για τη μεγάλης κλίμακας μεταφορά κασπιανού αερίου προς την Ευρώπη.
Η επαναξιολόγηση του ρόλου της Ελλάδος ως μιας εν δυνάμει σημαντικής ενεργειακής γέφυρας στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης φαίνεται ότι έχει προχωρήσει και από την Ουάσιγκτον εάν κρίνουμε από την επίσκεψη στην Αθήνα πριν από μερικές εβδομάδες του ειδικού απεσταλμένου του State Department κ. Richard Morningstar και τις δηλώσεις του στην «Καθημερινή» (1/8). Μάλιστα η κυβέρνηση των ΗΠΑ πηγαίνει ένα βήμα πιο πέρα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρώντας ότι τώρα είναι μία καλή περίοδος για την οριοθέτηση της ζώνης Αποκλειστικής Οικονομικής Εκμετάλλευσης (ΑΟΖ) μεταξύ Ελλάδος-Τουρκίας, όπως ασφαλώς και μεταξύ Ελλάδος και των υπολοίπων παράκτιων χωρών (δηλαδή Κύπρου, Αιγύπτου και Λιβύης). Η πρόσφατη επίσκεψη του Ισραηλινού πρωθυπουργού στην Αθήνα και η σύσφιξη σχέσεων μεταξύ Ελλάδας-Ισραήλ αναμφίβολα βοηθά προς αυτή την κατεύθυνση.
Έχοντας επιτέλους αποδεχθεί τον βαρύνοντα ρόλο της Ρωσίας στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας η Ουάσιγκτον εμφανίζεται ιδιαίτερα προσεκτική στις δηλώσεις της αναφορικά με τον πετρελαιαγωγό Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολη η χρησιμότητα του οποίου πλέον δεν αμφισβητείται αφού αυτό που προέχει, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του State Department, είναι «η ασφάλεια της ναυσιπλοΐας στον Βόσπορο, κάτι που ενισχύεται μέσω παρακαμπτηρίων αγωγών» όπως δήλωσε. Βέβαια όπως σημειώνουν πολιτικοί παρατηρητές στην Αθήνα, η έμμεση αυτή υποστήριξη της αμερικανικής κυβέρνησης προς το τριμερές αυτό έργο (Ρωσία, Ελλάδα, Βουλγαρία) δεν είναι άσχετη με την πρόσφατη επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας με αφορμή την επιταχυνόμενη προσέγγιση της Τουρκίας προς το Ιράν και σωρεία άλλων θεμάτων (λ.χ. υποστήριξη ΗΠΑ προς τους Κούρδους, αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων, κ.λπ.).
Ακόμη είναι η αναγνώριση του γεγονότος ότι αφ' ης στιγμής επήλθε συμφωνία μεταξύ Τουρκίας και Αζερμπαϊτζάν για τη διέλευση του αζέρικου αερίου μέσω του δικτύου της BOTAS, η Τουρκία σε αυτή τη φάση δεν έχει να προσθέσει κάτι νέο και σημαντικό για να ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια της περιοχής. Εξ ου και η μετακίνηση ενδιαφέροντος προς την Ελλάδα, η οποία πέρα από τις δυνατότητες που παρουσιάζει ως οιονεί ενεργειακή πύλη, με αμφίδρομη μάλιστα σχέση, (Καβάλα προς Βουλγαρία / Ρουμανία, Μπουργκάς προς Αλεξανδρούπολη) διαθέτει και δικά της αναξιοποίητα κοιτάσματα υδρογονανθράκων στο Αιγαίο.
Τα κοιτάσματα αυτά, τα οποία συναντώνται όχι μόνο στο Αιγαίο αλλά και νοτίως της Κρήτης και στο Ιόνιο και στην ενδοχώρα, εάν εκμεταλλευτούν σωστά μπορούν να καταστούν πηγή πολύτιμων εσόδων σε σταθερή βάση για τον κρατικό προϋπολογισμό (π.χ. Για μία παραγωγή της τάξεως των 100.000 βαρελιών την ημέρα τα προβλεπόμενα έσοδα του κράτους από φορολογία μόνο με τις τρέχουσες τιμές εκτιμώνται στα 1.5-2.0 δισ. εκατ. ευρώ τον χρόνο). Και αυτός είναι ένας ακόμη λόγος γιατί οι δανειστές μας (Ε.Ε., ΕΚΤ και ΔΝΤ) έχουν κάθε λόγο να επιθυμούν μία γρήγορη επίλυση των εκκρεμοτήτων στο Αιγαίο και προτείνουν (βλέπε δηλώσεις Morningstar) να μεσολαβήσουν για την οριοθέτηση των ΑΟΖ. Αλλά πριν αποδεχθούμε ή επιδιώξουμε οποιαδήποτε μεσολάβηση ή έξωθεν «βοήθεια» θα πρέπει πρώτα εμείς οι ίδιοι να επανακαθορίσουμε τις ενεργειακές μας προτεραιότητες με γνώμονα το εθνικό συμφέρον.
Και οι προτεραιότητες αυτές, συνοπτικά, στο πλαίσιο μιας εθνικής ενεργειακής στρατηγικής θα μπορούσαν να εστιασθούν στους εξής τέσσερις βασικούς άξονες:
(α) Αύξηση της εγχώριας παραγωγής ενέργειας από κάθε δυνατή πηγή, συμβατική και μη, με μακρόχρονο στόχο τη μείωση της εξάρτησής μας από εισαγόμενα καύσιμα. Ένας στόχος που μπορεί και πρέπει να επιτευχθεί με παράλληλη μείωση των εκπομπών CO2, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην κοινοτική οδηγία, αλλά και στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτικής της Ε.Ε. για το 20-20-20, είναι ότι η αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ στην κάλυψη της πρωτογενούς ενεργειακής (20%) ζήτησης πρέπει να αποτελέσει σταθερή δέσμευση σε εθνικό επίπεδο. Παράλληλα θα πρέπει να επιδιωχθεί η εγχώρια παραγωγή υδρογονανθράκων καθώς και η περαιτέρω εκμετάλλευση των στερεών καυσίμων που διαθέτει η χώρα με αξιοποίηση ευρωπαϊκών κονδυλίων για την ανάπτυξη και εφαρμογή νέων τεχνολογιών (βλέπε CCS), καθώς και η εκμετάλλευση των αποθεμάτων ουρανίου στη Β. Ελλάδα.
(β) Απελευθέρωση των αγορών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, σύμφωνα με τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες και δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού με παράλληλη προώθηση ιδιωτικών επενδύσεων. Πρόσβαση των ιδιωτών ηλεκτροπαραγωγών σε όλο το παραγωγικό μείγμα (π.χ. λιγνίτες, άνθρακα, υδατοπτώσεις) και όχι μόνο στο φυσικό αέριο. Ολοκλήρωση ανοίγματος αγοράς φυσικού αερίου βάσει ρυθμίσεων που έχουν ήδη συμφωνηθεί και τεθεί σε εφαρμογή.
(γ) Αναβάθμιση, επέκταση και δημιουργία νέων διεθνών ενεργειακών διασυνδέσεων. Στον ηλεκτρισμό (βλέπε διασυνδέσεις με Ιταλία, Αλβανία, FYROM, Βουλγαρία και Τουρκία) στο πετρέλαιο (βλέπε αγωγό Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολη, επέκταση αγωγού Θεσσαλονίκης - Σκοπίων προς Κόσοβο) σε φυσικό αέριο (βλέπει διασύνδεση Ελλάδος - Βουλγαρίας, κατασκευή αγωγού προς Αλβανία, υποθαλάσσια σύνδεση με Ιταλία, κ.λπ.)
(δ) Ενίσχυση της εγχώριας ενεργειακής βιομηχανικής παραγωγικής βάσης για συμβατικές μορφές ενέργειας και ΑΠΕ με παράλληλη προώθηση ερευνητικών προσπαθειών σε πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα και βιομηχανία που οδηγούν σε καινοτόμα προϊόντα και διπλώματα ευρεσιτεχνίας (hardware and software). Η Ελλάδα ήδη διαθέτει μία καλή παραγωγική υποδομή σε ηλιακά θερμικά και φωτοβολταϊκά συστήματα η οποία μπορεί να ενισχυθεί περαιτέρω ενώ υπάρχουν δυνατότητες και στα αιολικά με την προϋπόθεση ότι θα επιταχυνθεί ο ρυθμός των εγκαταστάσεων. Αλλά και στην κατασκευή συμβατικών θερμοηλεκτρικών μονάδων υπάρχει know - how και υποδομή με δυνατότητα περαιτέρω ανάπτυξης.
Ολοκληρώνοντας την περιληπτική αυτή απεικόνιση των προτεραιοτήτων μιας ολοκληρωμένης εθνικής ενεργειακής στρατηγικής, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι τόσο το Μνημόνιο, η εφαρμογή του οποίου βρίσκεται ακόμη στο πρώτο κρίσιμο στάδιο, όσο και οι διπλωματικές και άλλες διεργασίες που είναι σε πλήρη εξέλιξη αυτή την περίοδο στην ευρύτερη περιοχή (βλέπε Μαύρη Θάλασσα, Τουρκία, Ισραήλ, Συρία, Κόσοβο) προσφέρουν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στην κυβέρνηση να επανατοποθετηθεί επί βασικών θεμάτων (π.χ. απελευθέρωση αγορών ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου, αξιοποίηση εγχώριων υδρογονανθράκων, διεθνείς ενεργειακές διασυνδέσεις) και να χαράξει μια νέα ενεργειακή στρατηγική σε εθνικό επίπεδο.
Αν και παρόμοιες προσπάθειες έγιναν στο πρόσφατο παρελθόν (βλέπε πείραμα ΣΕΕΣ) και εξακολουθούν να γίνονται (σύσταση επιτροπής από ΥΠΕΚΑ για ενεργειακό σχεδιασμό), ο ρόλος τους θα είναι υποχρεωτικά δευτερεύων και τα σχετικά πορίσματά τους άνευ σημασίας, όσο το ενεργειακό παραμένει εκτός κεντρικού πολιτικού σχεδιασμού. Γι’ αυτό το Μνημόνιο, στο οποίο υπάρχει σαφής δέσμευση για την απελευθέρωση των ενεργειακών αγορών, αλλά και δέσμευση για αύξηση των κρατικών εσόδων από εγχώριες πλουτοπαραγωγικές πηγές, αποτελεί μια άριστη ευκαιρία για τη διατύπωση και υλοποίηση μιας νέας ενεργειακής στρατηγικής προς όφελος της οικονομίας και ενδυνάμωση της γεωπολιτικής θέσης της χώρας μας. Ακόμη και οι δανειστές μας θα μας βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση αφού έτσι εξασφαλίζεται η επιστροφή των κεφαλαίων τους.
*Αντιπρόεδρος και γενικός διευθυντής του Ινστιτούτου Ενέργειας και Ανάπτυξης ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ)
ΗΜΕΡΗΣΙΑ