Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

Σήμερα κρίνεται η συνταγματικότητα από το Ελεγκτικό Συνέδριο

Μετά τη χωριστή κατάθεση νομοσχεδίου ειδικά για τον δημόσιο τομέα


Επαναδιατυπώσεις και διευκρινίσεις επί του ασφαλιστικού νομοσχεδίου ζήτησε από τα συναρμόδια υπουργεία Οικονομικών και Εργασίας η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά τηχθεσινή, τρίτη κατά σειρά, διάσκεψή της καθώς στις προηγούμενες διασκέψεις της αρκετές διατάξεις κρίθηκαν αντισυνταγματικές.


Σήμερα θα υπάρξει και νέα διάσκεψη της Ολομέλειας, η οποία θα αποφανθεί επί της νέας μορφής του ασφαλιστικού νομοσχεδίου που στάλθηκε για γνωμοδότηση, προκειμένου να ξεπεραστεί ο σκόπελος της αντισυνταγματικότητας της εμπλοκής των αρμοδιοτήτων μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, η οποία επισημάνθηκε από την αρχή.

Οι σύμβουλοι είχαν επισημάνει ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 73 και 98 του Συντάγματος, για να μπορεί να τύχει επεξεργασίας ένα νομοσχέδιο από το Ελεγκτικό Συνέδριο πρέπει να αφορά μόνο συνταξιοδοτικά και ασφαλιστικά ζητήματα των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα. Ωστόσο το επίμαχο νομοσχέδιο αφορά τόσο τον δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό τομέα. Ετσι στάλθηκε στο Ελεγκτικό Συνέδριο νέο νομοσχέδιο που αφορά μόνο το Δημόσιο και στο οποίο έχουν επέλθει ορισμένες τροποποιήσεις.

Χθες με τροπολογία που στάλθηκε στο Ανώτατο Δημοσιονομικό Δικαστήριο τροποποιήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 3 του νομοσχεδίου οι οποίες είχαν κριθεί την Παρασκευή αντισυνταγματικές και έδιναν εξουσιοδότηση στους υπουργούς Οικονομικών και Εργασίας να καθορίζουν με απόφασή τους το ποσό της βασικής σύνταξης και τις προϋποθέσεις χορήγησής του.

Οι σύμβουλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου ζήτησαν να διευκρινιστεί η παράγραφος 22 του άρθρου 10 που αφορά την εξαγορά του χρόνου στρατιωτικής υπηρεσίας, του χρόνου σπουδών κ.λπ. Η διευκρίνηση ανάγεται στο ότι δεν ξεκαθαρίζει το νομοσχέδιο το τι γίνεται με αυτούς οι οποίοι έχουν ήδη εξαγοράσει τη στρατιωτική τους θητεία.

Οι δικαστές ζήτησαν ακόμη την επαναδιατύπωση της παραγράφου 18 του άρθρου 10 που αφορά τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των γυναικών που απασχολούνται στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα. Και τούτο διότι το νομοσχέδιο δεν αναφέρει αν αφορά τον δημόσιο τομέα ή τι ισχύει ως προς αυτό στον δημόσιο τομέα.

Οι ως σήμερα ενστάσεις των δικαστών
Μέχρι στιγμής από την Ολομέλεια έχουν κριθεί πολλές διατάξεις του νομοσχεδίου αντίθετες στις συνταγματικές επιταγές.

Επισημάνθηκε ότι αντιβαίνει στο άρθρο 25 του Συντάγματος, που προβλέπει την ενίσχυση από το κράτος της κοινωνικής ασφάλισης, το άρθρο 15 παράγραφος 1 του νομοσχεδίου που προβλέπει ότι «από 1.1.2011 το κράτος δεν καλύπτει κανένα τρέχον ή μελλοντικό έλλειμμα των επικουρικών ταμείων,κλάδων και των επαγγελματικών ταμείων, για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής».


Προβλήματα αντιμετωπίζει και το άρθρο 13 που αφορά το συνταξιοδοτικό καθεστώς των επιζώντων συζύγων. Ειδικότερα κρίθηκε ότι πρέπει να εφαρμοστεί η συνταγματική αρχή της ισότητας για τους επιζώντες συζύγους του δημόσιου τομέα καθώς, όπως είναι διατυπωμένη, η διάταξη του άρθρου αυτού δεν είναι ξεκάθαρη.

Προσκρούει στο άρθρο 101 του Συντάγματος το άρθρο 27 του νομοσχεδίου που προβλέπει την ένταξη στο ΙΚΑ των νεοπροσλαμβανομένων στο Δημόσιο, στους ΟΤΑ, ΝΠΔΔ κ.λπ., όπως και εκείνη η διάταξη που επιβάλλει την ένταξη από 1ης Ιανουαρίου 2013 του ΝΑΤ στο ΙΚΑ- ΕΤΑΜ.

Προσκρούουν σε συνταγματικές επιταγές οι διατάξεις με τις οποίες ενοποιούνται ταμεία κοινωνικής ασφάλισης με επαγγελματικά ταμεία, όπως και οι ρυθμίσεις οι οποίες εμπλέκουν ισχύουσες διατάξεις που αφορούν τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους του ΙΚΑ και των Ταμείων του δημόσιου τομέα.

Μία ακόμη από τις «αντισυνταγματικότητες» που εντοπίστηκαν, είναι αυτή η οποία προβλέπει ότι όλες οι δικαστικές αξιώσεις των εργαζομένων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα από συντάξεις και άλλα ασφαλιστικά θέματα θα υπάγονται πλέον στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Το ισχύον πλαίσιο προβλέπει ότι οι αξιώσεις των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα υπάγονται στην αρμοδιότητα των Διοικητικών Δικαστηρίων και των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα στον Ελεγκτικό Συνέδριο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Βασικές συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις
Αρθρο 1
Εννοιολογικοί προσδιορισμοί
1. Βασική σύνταξη: Το ποσό της σύνταξης που δεν αναλογεί σε ασφαλιστικές εισφορές και χορηγείται μετά την 1.1.2015 υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος αυτός.

2. Αναλογική σύνταξη: Το ποσό της σύνταξης που αναλογεί στο ύψος των ασφαλιστικών εισφορών για τα έτη ασφάλισης από 1.1.2011 και εφεξής, κάθε τακτικού υπαλλήλου ή λειτουργού του Δημοσίου ή στρατιωτικού που θεμελιώνει δικαίωμα σύνταξης μετά την 1.1.2015 σε φορείς κύριας ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένου και του Δημοσίου.

Αρθρο 2
Ασφαλιστικό καθεστώς διοριζόμενων στο Δημόσιο από 1-1-2011.

1. α. Οι προσλαμβανόμενοι για πρώτη φορά από 1.1.2011 και μετά, οι τακτικοί και μετακλητοί υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου, τακτικοί και μετακλητοί υπάλληλοι της Βουλής, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμίδας καθώς και οι ιερείς και οι υπάλληλοι των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, υπάγονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια στον κλάδο κύριας σύνταξης του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ.

β. Τα ανωτέρω πρόσωπα ασφαλίζονται για ασθένεια, επικουρική σύνταξη και εφάπαξ βοήθημα στους οικείους φορείς, στους οποίους υπάγονται όσοι από αυτούς έχουν ασφαλισθεί για πρώτη φορά από 1.1.1993 και μετά σε ασφαλιστικό Φορέα κύριας ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένου και του Δημοσίου.

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους στρατιωτικούς που κατατάσσονται από 1.1.2011 και μετά.

3. Οι διατάξεις του ν. 1897/1990 καθώς και της παρ. 15 του άρθρου 9 και της παρ. 17 του άρθρου 34 του π.δ. 169/2007, όπως ισχύουν, κατά το μέρος που αφορούν τον υπολογισμό της σύνταξης των προσώπων που υπάγονται σε αυτές, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την κατά τα ανωτέρω υπαγωγή των προσώπων της παρ. 1 του άρθρου αυτού, στο συνταξιοδοτικό καθεστώς του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ.

Αρθρο 3
Βασική σύνταξη
1. Από 1.1.2015 και εφεξής καθιερώνεται βασική σύνταξη. Το ύψος του ποσού της βασικής σύνταξης για το έτος 2010 καθορίζεται στο ποσό των τριακοσίων εξήντα ευρώ (360,00 ευρώ) και αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 9 του νόμου αυτού.

2. Την ανωτέρω βασική σύνταξη δικαιούνται:

α. Τα πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 2, ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, που θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από την 1.1.2015 και εφεξής. Η βασική σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία έναρξης της συνταξιοδότησης από το Δημόσιο. Σε όσους η σύνταξη, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κεφαλαίου αυτού, αποτελεί άθροισμα δύο τμημάτων, η βασική σύνταξη υπολογίζεται αναλογικά με βάση τα έτη ασφάλισης από 1.1.2011 και εφεξής προς το συνολικό χρόνο ασφάλισης.

β. Το ποσό της βασικής σύνταξης μειώνεται αναλόγως στις περιπτώσεις που η σύνταξη καταβάλλεται μειωμένη, σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007 (ΦΕΚ 210 Α΄) και της παρ. 7 του άρθρου 19 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165Α΄), όπως ισχύουν, στις περιπτώσεις μεταβίβασης της σύνταξης λόγω θανάτου.

γ. Η μείωση της βασικής σύνταξης προκειμένου για τα πρόσωπα που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007 και της παρ. 7 του άρθρου 19 του ν. 2084/1992, ανέρχεται σε 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης.

δ. Οι ανωτέρω μειώσεις της βασικής σύνταξης δεν έχουν εφαρμογή για τα πρόσωπα του τετάρτου εδαφίου της περ. α΄ της παρ. 1 των άρθρων 1 και 26 του π.δ.

169/2007 καθώς και στις περιπτώσεις καταβολής σύνταξης λόγω αναπηρίας, οπότε το ποσό της βασικής σύνταξης καταβάλλεται ακέραιο ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας. ε. Στις περιπτώσεις χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου, το ποσό της βασικής σύνταξης προσδιορίζεται για τον επιζώντα σύζυγο και κάθε συνδικαιούχο πρόσωπο, με βάση το δικαιούμενο ποσοστό σύνταξης. Προκειμένου για τέκνα, η βασική σύνταξη καταβάλλεται για όσο χρόνο δικαιούνται σύνταξη σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, μετά δε τη διακοπή της συνταξιοδότησής τους, το ποσοστό της βασικής σύνταξης που δικαιούνταν, προσαυξάνει ανάλογα το μερίδιο σύνταξης των λοιπών συνδικαιούχων προσώπων.

Εάν κάποιο από τα πρόσωπα της περίπτωσης αυτής λαμβάνει σύνταξη και από ίδιο δικαίωμα ή περισσότερες της μιας σύνταξης λόγω θανάτου, από οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα, συμπεριλαμβανομένου και του Δημοσίου, δικαιούται βασική σύνταξη για την εξ ιδίου δικαιώματος σύνταξη ή για τη μεγαλύτερη από τις συντάξεις λόγω θανάτου. Προκειμένου για συνταξιούχους εξ ιδίου δικαιώματος με περισσότερες της μιας συντάξεις χορηγείται μία βασική σύνταξη. Στην περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούμενου μιας πλήρους σε ποσό και μιας μειωμένης κύριας σύνταξης, το ποσό της χορηγούμενης βασικής σύνταξης είναι πλήρες και καταβάλλεται από τον φορέα που χορηγεί την πλήρη σύνταξη. Αρμόδιος φορέας καταβολής της βασικής σύνταξης σε αυτή την κατηγορία συνταξιούχων είναι ο απονέμων την αναλογική σύνταξη φορέας κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο.

3. Οσοι δεν έχουν συμπληρώσει 15 έτη ασφάλισης στο Δημόσιο, εφόσον πληρούν αθροιστικά τα παρακάτω κριτήρια:

i) έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους.

ii) το ατομικό και οικογενειακό τους εισόδημα από οποιαδήποτε πηγή, κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, δεν υπερβαίνουν το 14πλάσιο και το 28πλάσιο του κατά τα ανωτέρω πλήρους ποσού βασικής σύνταξης, αντίστοιχα.

iii) διαμένουν στην Ελλάδα για τουλάχιστον δεκαπέντε (15) έτη μεταξύ του 15ου και του 65ου έτους της ηλικίας τους.

Το ύψος της βασικής σύνταξης είναι πλήρες για όσους πληρούν αθροιστικά τα ανωτέρω κριτήρια και έχουν συμπληρώσει στη χώρα τουλάχιστον τριάντα πέντε (35) πλήρη έτη διαμονής και μειώνεται κατά 1/35 για κάθε ένα έτος που υπολείπεται των τριάντα πέντε (35) ετών διαμονής. Η βασική σύνταξη στην κατηγορία αυτή των δικαιούχων δεν μεταβιβάζεται. Αρμόδιος φορέας καταβολής της βασικής σύνταξης γι΄ αυτή την κατηγορία είναι το Δημόσιο, το οποίο καταβάλλει το αναλογικό ποσό σύνταξης. Αρθρο 4
Αναλογικό ποσό σύνταξης
1. Οσοι έχουν υπαχθεί για πρώτη φορά στην ασφάλιση του Δημοσίου έως και 31.12.2010 και θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης μετά την 1.1.2015, δικαιούνται:

α) αναλογικό τμήμα σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής τους στο Δημόσιο έως 31.12.2010, το οποίο υπολογίζεται με βάση το ποσοστό αναπλήρωσης και τις συντάξιμες αποδοχές όπως ισχύουν κατά το χρόνο συνταξιοδότησής τους, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, κατά περίπτωση.

β) αναλογικό τμήμα σύνταξης με βάση το χρόνο ασφάλισής τους από 1.1.2011 έως την ημερομηνία συνταξιοδότησής τους.

2. Η μηνιαία σύνταξη των ανωτέρω υπολογίζεται για κάθε πλήρες έτος ασφάλισης, με συνυπολογισμό των ετών ασφάλισης που έχει πραγματοποιήσει ο ασφαλισμένος έως 31.12.2010, με βάση ποσοστά επί των προβλεπόμενων συντάξιμων αποδοχών, τα οποία καθορίζονται ως εξής: 3. Ως μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές, για τον υπολογισμό της αναλογικής σύνταξης λαμβάνεται υπόψη το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων ασφαλιστέων αποδοχών που έλαβε ο υπάλληλος καθ΄ όλη τη διάρκεια του εργασιακού του βίου, πλην των αποδο χών του μήνα κατά τον οποίο υποβάλλεται η αίτηση συνταξιοδότησης και επί των οποίων καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές, χωρίς τον υπολογισμό των τριμήνων αποδοχών, των δώρων εορτών και επιδόματος αδείας, διά του αριθμού των μηνών υπηρεσίας που έχει πραγματοποιήσει ο υπάλληλος εντός της χρονικής αυτής περιόδου. Για τον προσδιορισμό των παραπάνω ασφαλιστέων αποδοχών, οι αποδοχές του υπαλλήλου, για κάθε ημερολογιακό έτος, πλην των ασφαλιστέων αποδοχών του τελευταίου έτους ή τμήματος έτους κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση συνταξιοδότησης, λαμβάνονται υπόψη αυξημένες κατά τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή και με συντελεστή ωρίμασης που προσδιορίζεται κάθε έτος με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από γνώμη της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας και της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.

4. Ειδικά για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης πριν την 1.1.2015, το τμήμα της μηνιαίας σύνταξης που αντιστοιχεί σε κάθε έτος ασφάλισης από 1.1.2013 και εφεξής δεν μπορεί να υπερβαίνει το 2% των μηνιαίων συντάξιμων αποδοχών, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 11 του νόμου αυτού και της παρ. 7

του άρθρου μόνου του ν. 3847/2010 (Α΄ 67).

5. Οι δικαιούχοι και το ποσό σύνταξης λόγω θανάτου ορίζονται σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου καθώς και τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

6. Για θέματα που δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, κατά περίπτωση, όπως ισχύουν κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού.

7. Οι διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά για τους ασφαλιστικούς οργανισμούς αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους υπαγομένους στο ασφαλιστικό καθεστώς του Δημοσίου.

8. Από την 1.1.2011 και ανά διετία η Εθνική Αναλογιστική Αρχή εκπονεί αναλογιστικές μελέτες, οι οποίες επικυρώνονται από την Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με αντικείμενο τη συνεχή παρακολούθηση της εξέλιξης της εθνικής συνταξιοδοτικής δαπάνης. Με ειδικό νόμο ανακαθορίζονται οι συντάξεις (βασική, αναλογική, επικουρική) με στόχο τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος. Το ύψος των ανωτέρω δαπανών, προβαλλόμενο έως το έτος 2060, δεν πρέπει να υπερβαίνει το περιθώριο αύξησης των 2.5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, με έτος αναφοράς το 2009.

Αρθρο 5
Πιστοποίηση Αναπηρίας
1. Μετά τη δημιουργία του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕΠΑ), από 1.1.2011 καταργούνται όλες οι Επιτροπές πιστοποίησης αναπηρίας που λειτουργούν σήμερα στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, στις νομαρχίες και στο Δημόσιο, με εξαίρεση τις Ανώτατες Υγειονομικές Επιτροπές, Στρατού (ΑΣΥΕ), Ναυτικού (ΑΝΥΕ), Αεροπορίας (ΑΑΥΕ), καθώς και την Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή της Ελληνικής Αστυνομίας. Οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου που προβλέπουν δικαιοδοσία των Ανωτάτων Υγειονομικών Επιτροπών, Στρατού (ΑΣΥΕ), Ναυτικού (ΑΝΥΕ), Αεροπορίας (ΑΑΥΕ), καθώς και της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής της Ελληνικής Αστυνομίας, εξακολουθούν να ισχύουν.

2. Το ποσοστό αναπηρίας που συνεπάγεται κάθε πάθηση ή βλάβη ή σωματική ή ψυχική ή πνευματική εξασθένηση ή η συνδυασμένη εμφάνιση τέτοιων παθήσεων ή βλαβών ή εξασθενήσεων καθώς και οι υποτροπές αυτών προκαθορίζεται για όλους τους Ασφαλιστικούς Φορείς συμπεριλαμβανομένου και του Δημοσίου με εκατοστιαία αναλογία σε Ενιαίο Κανονισμό Προσδιορισμού Ποσοστού Αναπηρίας, που εκδίδεται εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, μετά από γνώμη Ειδικής Επιστημονικής Επιτροπής που συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και στην οποία συμμετέχει υποχρεωτικά εκπρόσωπος που υποδεικνύεται από την Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑΜεΑ). Εως την έκδοση του νέου Ενιαίου Κανονισμού η αναπηρία προσδιορίζεται σύμφωνα με όσα προβλέπονται από τις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου. Από της εφαρμογής του Ενιαίου Κανονισμού οι επιλαμβανόμενες των περιπτώσεων Υγειονομικές Επιτροπές υποχρεούνται στις γνωματεύσεις τους να μνημονεύουν ρητά το σχετικό εδάφιο ή τον συνδυασμό εδαφίων στα οποία ερείδεται ο προσδιορισμός του ποσοστού αναπηρίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Λοιπές ασφαλιστικές ρυθμίσεις
Αρθρο 6
Ορια ηλικίας συνταξιοδότησης πολιτικών
υπαλλήλων του Δημοσίου
Εξίσωση ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης
ανδρών και γυναικών υπαλλήλων
του Δημοσίου
1. α. Οι διατάξεις του δευτέρου και τρίτου εδαφίου της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του π.δ.

169/2007 (ΦΕΚ 210Α΄) αντικαθίστανται, από 1.1.2011, ως εξής:

«Για τις γυναίκες υπαλλήλους, οι οποίες έχουν προσληφθεί μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 1982 και είναι έγγαμες ή χήρες με άγαμα παιδιά ή διαζευγμένες με άγαμα παιδιά ή άγαμες μητέρες με άγαμα παιδιά, αρκεί η συμπλήρωση δεκαεπτά (17) ετών και έξι (6) μηνών πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2010 και για όσες συμπληρώνουν τα δεκαεπτά (17) έτη και έξι (6) μήνες από την 1η Ιανουαρίου 2011 και μετά προστίθενται δύο και ήμισυ έτη για κάθε ημερολογιακό έτος και μέχρι τη συμπλήρωση είκοσι πέντε (25) ετών πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας.

Κατ΄ εξαίρεση για τους υπαλλήλους που έχουν τρία τουλάχιστον παιδιά αρκεί η συμπλήρωση εικοσαετούς πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2010, η οποία αυξάνεται κατά ένα (1) έτος για όσους συμπληρώνουν την εικοσαετία εντός του έτους 2011 και για όσους συμπληρώνουν την εικοσαετία από 1.1.2012 και μετά κατά δύο (2) έτη για κάθε ημερολογιακό έτος και μέχρι τη συμπλήρωση είκοσι πέντε (25) ετών πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας, ανεξάρτητα από τον χρόνο κατάταξής τους».

β. Οι διατάξεις του δεύτερου και τρίτου εδαφίου της περ. α΄ της παρ.

1 του άρθρου 26 του π.δ. 169/2007 αντικαθίστανται, από 1.1.2011, ως εξής:

«Για τις γυναίκες στρατιωτικούς, οι οποίες έχουν καταταγεί μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 1982 και είναι έγγαμες ή χήρες με άγαμα παιδιά ή διαζευγμένες με άγαμα παιδιά ή άγαμες μητέρες με άγαμα παιδιά αρκεί η συμπλήρωση δεκαεπτά (17) ετών και έξι (6) μηνών πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2010 και για όσες συμπληρώνουν τα δεκαεπτά (17) έτη και έξι (6) μήνες από την 1η Ιανουαρίου 2011 και μετά προστίθενται δύο και ήμισυ έτη για κάθε ημερολογιακό έτος και μέχρι τη συμπλήρωση είκοσι πέντε (25) ετών πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας.

Κατ΄ εξαίρεση για τους στρατιωτικούς γενικά που έχουν τρία τουλάχιστον παιδιά αρκεί η συμπλήρωση εικοσαετούς πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2010, η οποία αυξάνεται κατά ένα (1) έτος για όσους συμπληρώνουν την εικοσαετία εντός του έτους 2011 και για όσους συμπληρώνουν την εικοσαετία από 1.1.2012 και μετά κατά δύο (2) έτη για κάθε ημερολογιακό έτος και μέχρι τη συμπλήρωση είκοσι πέντε (25) ετών πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας, ανεξάρτητα από τον χρόνο κατάταξής τους».

2. α. Οι διατάξεις της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 56 του π.δ.

169/2007 αντικαθίστανται, από 1.1.2011, ως εξής:

«α. Για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης μέχρι 31η Δεκεμβρίου 1997 το πεντηκοστό πέμπτο (55ο) έτος της ηλικίας τους, συμπληρωμένο».

β. Οι διατάξεις του πρώτου και δεύτερου εδαφίου της περ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 56 του π.δ.

169/2007 αντικαθίστανται, από 1.1.2011, ως εξής:

«β) Για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης από 1ης Ιανουαρίου 1998 και μετά καθώς και για όσους προσλήφθηκαν για πρώτη φορά στο Δημόσιο από 1ης Ιανουαρίου 1983 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1992.

βα) Το πεντηκοστό δεύτερο (52ο) έτος της ηλικίας τους συμπληρωμένο για τις μητέρες με ανήλικα παιδιά, το οποίο αυξάνεται στο 55ο έτος από 1ης Ιανουαρίου 2012 και στο 65ο έτος από 1ης Ιανουαρίου 2013 και μετά.

ββ) Το εξηκοστό πέμπτο (65ο) έτος της ηλικίας τους συμπληρωμένο, για τους άνδρες υπαλλήλους. Ειδικά για τις γυναίκες υπαλλήλους της υποπερίπτωσης αυτής το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης ορίζεται στο εξηκοστό (60ό) έτος για το έτος 2010, το οποίο αυξάνεται από 1η Ιανουαρίου 2011 κατά ένα (1) έτος και από 1ης Ιανουαρίου 1012 και μετά κατά δύο (2) έτη, για κάθε ημερολογιακό έτος και μέχρι τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου (65ο) έτους της ηλικίας τους. βγ) Το πεντηκοστό (50ό) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο για γυναίκες που έχουν ανίκανο για την άσκηση κάθε βιοποριστικού επαγγέλματος παιδί ή σύζυγο, κατά ποσοστό εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω.

Οι διατάξεις της υποπερίπτωσης αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή από 1.1.2012 και για τους άνδρες υπαλλήλους της κατηγορίας αυτής. γ. Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής ο υπάλληλος θα ακολουθεί το όριο ηλικίας που ισχύει κατά τον χρόνο που θεμελιώνει δικαίωμα σύνταξης».

3. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της περ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007 αντικαθίστανται, από 1.1.2011, ως εξής: «β. Η σύνταξη των γυναικών υπαλλήλων που θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης μετά την 1η Ιανουαρίου 1998 και μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2010 μπορεί να καταβληθεί μετά τη συμπλήρωση του πεντηκοστού πέμπτου (55ο) έτους της ηλικίας τους, το οποίο αυξάνεται από 1η Ιανουαρίου 2001 κατά ένα (1) έτος και από 1η Ιανουαρίου 2012 και μετά κατά δύο (2) έτη, για κάθε ημερολογιακό έτος και μέχρι τη συμπλήρωση του εξηκοστού (60ό) έτους της ηλικίας τους. Στην περίπτωση αυτή η σύνταξη μειώνεται κατά 1/200 του ποσού αυτής για κάθε μήνα, που υπολείπεται από την έναρξη καταβολής της και μέχρι τη συμπλήρωση του κατά περίπτωση ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης».

4. α. Οι διατάξεις της περ. γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 56 του π.δ.

169/2007 αντικαθίστανται από 1.1.2011, ως εξής:

«γ. Για όσους έχουν προσληφθεί μετά την 1η Ιανουαρίου 1983 και συμπληρώνουν τριάντα πέντε (35) έτη πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας το έτος 2010 η σύνταξη καταβάλλεται ολόκληρη μετά τη συμπλήρωση του πεντηκοστού ογδόου (58ο) έτους της ηλικίας τους. Ο ανωτέρω χρόνος υπηρεσίας για όσους συμπληρώνουν αυτόν από το έτος 2011 και μετά αυξάνεται κατά 2 έτη για έτος 2011 και για κάθε επόμενο ημερολογιακό έτος κατά 9 μήνες και μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα (40) ετών πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας.

Το όριο ηλικίας που προβλέπεται από το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης αυτής αυξάνεται σταδιακά από 1.1.2011 κατά ένα (1) έτος ετησίως και μέχρι τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας.

Τα έτη υπηρεσίας καθώς και τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης που προβλέπονται από τις διατάξεις της περίπτωσης αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσους έχουν προσληφθεί μετά την 1η Ιανουαρίου 1983 και συμπληρώνουν τριάντα επτά (37) έτη πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας από 1.1.2011 και μετά».

5. Οι διατάξεις της περ. ε΄ της παρ. 2, της περ. α΄ κατά το μέρος που αφορά τους δικαστικούς και της περ. στ΄, της παρ. 3, του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007 καταργούνται από 1.1.2011 κα οι ακολουθούσες περιπτώσεις αναριθμούνται αναλόγως.

6. Οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της περ. ζζ΄ της παρ. 3 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007 αντικαθίστανται από 1.1.2011 ως εξής: «Η κατά το προηγούμενο εδάφιο επταετής πλήρης πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης μετά την 1η Ιανουαρίου 1998, αυξάνεται κατά ένα εξάμηνο για κάθε ημερολογιακό έτος από την 1η Ιανουαρίου 1998 μέχρι τη συμπλήρωση 10 πλήρων ετών, ο δε υπάλληλος θα ακολουθεί το αυξημένο όριο, που ισχύει κατά το έτος θεμελίωσης του δικαιώματος».

7. α. Το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165Α΄) αντικαθίστανται από 1.1.2012 ως εξής:

«Προκειμένου για όσους έχουν ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία παιδιά αρκεί η συμπλήρωση του πεντηκοστού πέμπτου (55ο) έτους της ηλικίας τους εφόσον έχουν εικοσιπενταετή (25ετή) πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία».

β. Το δεύτερο εδάφιο της παρ.

6 του άρθρου 3 του ν. 2084/1992 καταργείται από 1.1.2012.

γ. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 19 του ν. 2084/1992, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις της παρ. 11 του άρθρου 1 του ν. 3029/2002 (ΦΕΚ 160Α΄), αντικαθίσταται από 1.1.2011, ως εξής:

«Η σύνταξη όμως αυτή αρχίζει να καταβάλλεται μετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου (65ο) έτους της ηλικίας».

8. α. Από 1.1.2011 το πεντηκοστό όγδοο (58ο) έτος της ηλικίας συνταξιοδότησης των ανδρών υπαλλήλων της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3660/2008 (ΦΕΚ 78Α΄) διαμορφώνεται στο πεντηκοστό ένατο (59ο) έτος, αυξανόμενο από 1ης Ιανουαρίου 2012 και μετά στο εξηκοστό (60ό) έτος.

β. Από 1.1.2011 το πεντηκοστό τρίτο (53ο) έτος της ηλικίας συνταξιοδότησης των γυναικών υπαλλήλων της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3660/2008 διαμορφώνεται στο πεντηκοστό πέμπτο (55ο) έτος, αυξανόμενο από 1ης Ιανουαρίου 2012 και μετά κατά δύο και μισό (2 1/2) έτη για κάθε ημερολογιακό έτος και μέχρι τη συμπλήρωση του εξηκοστού (60ό) έτους της ηλικίας τους.

9. Από 1.1.2011 τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης που προβλέπονται από τις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, κατά περίπτωση, για τους τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους δικαστικούς λειτουργούς και το κύριο προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

10. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος η ενηλικίωση των τέκνων θεωρείται ότι γίνεται την 31η Δεκεμβρίου του έτους κατά το οποίο συμπληρώνουν το 18ο έτος της ηλικίας τους.

11. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή για όσα από τα πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτές θα έχουν θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2010, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, όπως αυτές ισχύουν κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού. Για τα πρόσωπα αυτά εξακολουθούν να ισχύουν όσα προβλέπονται από τις αντικαθιστώμενες ή καταργούμενες διατάξεις, κατά περίπτωση, τόσο για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης όσο και για τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης.

Αρθρο 7
Αναπροσαρμογή συντάξεων και ορίων ηλικίας
1. α. Από 1.1.2014 οι συντάξεις του Δημοσίου γενικά, συμπεριλαμβανομένων των χορηγιών και των βοηθημάτων, δύνανται να αναπροσαρμόζονται κατ΄ έτος με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.

β. Οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου με τις οποίες προβλέπεται αναπροσαρμογή ή αύξηση των συντάξεων, χορηγιών και βοηθημάτων που καταβάλλονται από αυτό, κατά τρόπο διαφορετικό από τον οριζόμενο με τις διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης ή με βάση τις ισχύουσες κάθε φορά μισθολογικές διατάξεις, καταργούνται:

2. α. Τα όρια ηλικίας συνταξιο δότησης που προβλέπονται από τη συνταξιοδοτική νομοθεσία του Δημοσίου ανακαθορίζονται ανά δεκαετία κατά το 1/3 του μέσου όρου της μεταβολής του προσδόκιμου ζωής του πληθυσμού της χώρας, με σημείο αναφοράς την ηλικία των 65 ετών. Η αναπροσαρμογή των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης γίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που εκδίδεται κατά το τελευταίο έτος κάθε δεκαετίας, με βάση τους σχετικούς δείκτες που προσδιορίζονται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή για την ίδια χρονική περίοδο και αφορούν στην επόμενη δεκαετία.

β. Η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από 1.1.2021 και κατά την πρώτη εφαρμογή της ως δεκαετία λαμβάνεται η χρονική περίοδος 2011 έως 2020.

Αρθρο 8
Οροι συνταξιοδότησης επιζώντος συζύγου
1. α. Η σύνταξη που χορηγείται στον επιζώντα σύζυγο με βάση τις οικείες διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, κατά περίπτωση, περιορίζεται ως ακολούθως:

Αν η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος και της συζύγου του, αφαιρουμένου του διαστήματος του γάμου τους, είναι μεγαλύτερη από δέκα έτη, η σύνταξη του επιζώντος συζύγου υφίσταται, κατά πλήρες έτος διαφοράς, μείωση που καθορίζεται σε:

1% για τα έτη που συμπεριλαμβάνονται μεταξύ του 10ου και του 20ού έτους.

2% για τα έτη από το 21ο έως το 25ο έτος.

3% για τα έτη από το 26ο έως το 30ό έτος.

4% για τα έτη από το 31ο έως το 35ο έτος.

5% για τα έτη από το 36ο και άνω. β. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν ισχύουν, εφόσον ο επιζών σύζυγος είναι ανάπηρος κατά ποσοστό 67% και άνω καθώς και για όσο χρόνο συμμετέχουν στη σύνταξη ανάπηρα ή ανήλικα τέκνα ή τέκνα που σπουδάζουν υπό τις προϋποθέσεις της περ. δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 5 του π.δ. 169/2007. Επίσης ο ανωτέρω περιορισμός δεν ισχύει για τις συντάξεις που χορηγούνται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (ΦΕΚ 120Α΄) και 1977/1991 (ΦΕΚ 185 Α΄) καθώς και αυτές του π.δ. 168/2007 (ΦΕΚ 209Α΄).

2. Οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 13 του ν.../2010 έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους επιζώντες συζύγους που λαμβάνουν σύνταξη από το Δημόσιο, με εξαίρεση όσους λαμβάνουν και εξ ιδίου δικαιώματος σύνταξη από το Δημόσιο ή πολεμική σύνταξη γενικά ή σύνταξη με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (Α΄ 120) και 1977/1991 (Α΄ 185) καθώς και για όσους υπάγονται στις διατάξεις της παρ. 14

του άρθρου 8 του ν. 2592/1998 (Α΄ 57).

3. Οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων καθώς και αυτές της παρ. 9 του άρθρου 4 του ν. 3620/2007 (ΦΕΚ 276Α΄) έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σ΄ αυτές πρόσωπα συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του π.δ. 167/2007 (ΦΕΚ 208Α΄).

4. Οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή για τα αναφερόμενα σ΄ αυτές πρόσωπα των οποίων το δικαίωμα γεννήθηκε πριν την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού.

Αρθρο 9
Συνταξιοδότηση θυγατέρων
1. α. Οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 5 του π.δ. 169/2007 αντικαθίστανται ως εξής:

«4. Οι θυγατέρες και άπορες άγαμες αδελφές αποκτούν δικαίωμα σύνταξης με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που αποκτούν το δικαίωμα αυτό και τα αγόρια».

β. Οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 31 του π.δ. 169/2007 αντικαθίστανται ως εξής:

«5. Οι θυγατέρες και άπορες άγαμες αδελφές αποκτούν δικαίωμα σύνταξης με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που αποκτούν το δικαίωμα αυτό και τα αγόρια».

γ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσα από τα πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτές υπάγονται στις διατάξεις του ΠΔ. 167/2007 και του ΠΔ 168/2007.

δ. Οι διατάξεις της περ. γ΄ της παρ. 1 των άρθρων 5 και 31 του ΠΔ 169/2007, της περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 2 του ΠΔ 167/2007 καθώς και της περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 35 του ΠΔ 168/2007 καταργούνται και οι ακολουθούσες περιπτώσεις αναριθμούνται αναλόγως. ε. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν έχουν εφαρμογή για τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα, των οποίων το δικαίωμα συνταξιοδότησης γεννήθηκε πριν από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού.

2. α. Οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 5 του ΠΔ 169/2007 αντικαθίστανται ως εξής:

«Στις άγαμες ή διαζευγμένες θυγατέρες, εκτός από τις ανίκανες με ποσοστό 67% και άνω, μετά την ενηλικίωσή τους ή το τέλος των σπουδών τους η σύνταξή τους καταβάλλεται ολόκληρη μεν αν το συνολικό, εκτός από την κύρια και επικουρική σύνταξη, μηνιαίο πραγματικό ακαθάριστο εισόδημά τους, όπως αυτό προκύπτει από τη φορολογική τους δήλωση του προηγούμενου οικονομικού έτους, δεν υπερβαίνει το 30πλάσιο του ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη, όπως αυτό ισχύει κατά το έτος που αποκτήθηκαν τα εισοδήματα, περιορίζεται δε κατά το ένα τρίτο (1/3) του ποσού της, αν το εισόδημα αυτό υπερβαίνει το 30πλάσιο όχι όμως και το 40πλάσιο, κατά το ένα δεύτερο (1/2) αυτής εφόσον υπερβαίνει το 40πλάσιο, όχι όμως και το 50πλάσιο και κατά τα τρία τέταρτα (3/4) αυτής εφόσον υπερβαίνει το 50πλάσιο όχι όμως και το 60πλάσιο, μετά την υπέρβαση του οποίου η καταβολή της σύνταξης αναστέλλεται».

β. Οι διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 31 του ΠΔ 169/2007 αντικαθίστανται ως εξής:

«Στις άγαμες ή διαζευγμένες θυγατέρες, εκτός από τις ανίκανες με ποσοστό 67% και άνω, μετά την ενηλικίωσή τους ή το τέλος των σπουδών τους η σύνταξή τους καταβάλλεται ολόκληρη μεν αν το συνολικό, εκτός από την κύρια και επικουρική σύνταξη, μηνιαίο πραγματικό ακαθάριστο εισόδημά τους, όπως αυτό προκύπτει από τη φορολογική τους δήλωση του προηγούμενου οικονομικού έτους, δεν υπερβαίνει το 30πλάσιο του ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη, όπως αυτό ισχύει κατά το έτος που αποκτήθηκαν τα εισοδήματα, περιορίζεται δε κατά το ένα τρίτο (1/3) του ποσού της, αν το εισόδημα αυτό υπερβαίνει το 30πλάσιο όχι όμως και το 40πλάσιο, κατά το ένα δεύτερο (1/2) αυτής εφόσον υπερβαίνει το 40πλάσιο, όχι όμως και το 60πλάσιο και κατά τα τρία τέταρτα (3/4) αυτής εφόσον υπερβαίνει το 60πλάσιο όχι όμως και το 70πλάσιο, μετά την υπέρβαση του οποίου η καταβολή της σύνταξης αναστέλλεται».

γ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα που συνταξιοδοτούνται με βάση τις οικείες διατάξεις του ΠΔ 167/2007 και του ΠΔ 168/2007, κατά περίπτωση.

3. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή για τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα, των οποίων το δικαίωμα συνταξιοδότησης γεννήθηκε πριν από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού.

Αρθρο 10
Απασχόληση συνταξιούχων
1. Οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 63 του Ν. 2676/1999 (Α΄1), έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους συνταξιούχους του Δημοσίου που εργάζονται εκτός του ευρύτερου δημόσιου τομέα όπως αυτός έχει οριοθετηθεί με τις διατάξεις της παρ.

6 του άρθρου 1 του Ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65Α΄) ή αυτοαπασχολούνται. Οι διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 8 του Ν. 2592/1998 καθώς και των παρ. 1 έως 7 του άρθρου 58 του ΠΔ 167/2007 εξακολουθούν να ισχύουν.

2. Οι συνταξιούχοι της προηγούμενης παραγράφου υποχρεούνται, προτού αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχοληθούν, να δηλώσουν τούτο στην Υπηρεσία Συντάξεων του ΓΛΚ. Παράλειψη της δηλώσεως συνεπάγεται καταλογισμό εις βάρος του συνταξιούχου του ποσού των συντάξεων που έλαβε κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του ή κατά το διάστημα που αυτοαπασχολείτο, και πρόστιμο επί του καταλογισθέντος ποσού ίσο με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας.

Αρθρο 11
Προσαυξήσεις συντάξεων πέραν των 35 ετών
1. Παράγραφος 3 του άρθρου 5 του Ν. 1902/1990 (Α΄ 138) αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Το ποσοστό σύνταξης του μηνιαίου συντάξιμου μισθού των υπαλλήλων ή στρατιωτικών που προσλήφθηκαν ή κατατάχθηκαν αντίστοιχα μέχρι 31.12.1992 και παραμένουν στην υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση 35ετούς συντάξιμου χρόνου αυξάνεται κατά δυόμισι τοις εκατό (2,5%) για κάθε έτος υπηρεσίας πέραν του 35ου έτους μέχρι και του 40ού».

2. Η προσαύξηση της προηγούμενης παραγράφου δεν ισχύει για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από 1.1.2015 και εφεξής. Αρθρο 12
Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων
1. Από 1.8.2010 θεσπίζεται Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) η οποία τηρείται σε λογαριασμό με οικονομική αυτοτέλεια, στο Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών (ΑΚΑΓΕ) το οποίο συστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 149 του Ν. 3655/2008 (Α΄ 58).

2. α. Η ΕΑΣ παρακρατείται μηνιαία από τις συντάξεις που καταβάλλονται από το Δημόσιο ως εξής: α. Για συντάξεις από 1.400,01 ευρώ έως 1.700,00 ευρώ, ποσοστό 3%. β. Για συντάξεις από 1.700,01 ευρώ έως 2.000,00 ευρώ, ποσοστό 4%. γ. Για συντάξεις από 2.000,01 ευρώ έως 2.300,00 ευρώ, ποσοστό 5%. δ. Για συντάξεις από 2.300,01 ευρώ έως 2.600,00 ευρώ, ποσοστό 6%.

3. Για συντάξεις από 2.600,01 ευρώ έως 2.900,00 ευρώ, ποσοστό 7%. στ. Για συντάξεις από 2.900,01 ευρώ έως 3.200,00 ευρώ, ποσοστό 8%.

ζ. Για συντάξεις από 3.200,01 ευρώ έως 3.500,00 ευρώ, ποσοστό 9%. η. Για συντάξεις από 3.500,01 ευρώ και άνω, ποσοστό 10%.

β. Για τον προσδιορισμό του συνολικού ποσού της σύνταξης της προηγούμενης περίπτωσης της παραγράφου αυτής λαμβάνεται υπ΄ όψιν το ποσό της μηνιαίας βασικής σύνταξης καθώς και τα συγκαταβαλλόμενα με αυτήν ποσά του επιδόματος εξομάλυνσης του άρθρου 1 του Ν. 3670/2008 (ΦΕΚ 117 Α΄) και της τυχόν προσωπικής και αμεταβίβαστης διαφοράς.

3. Για την πρώτη κατηγορία το ποσό της σύνταξης μετά την παρακράτηση της εισφοράς δεν μπορεί να υπολείπεται των χιλίων τετρακοσίων ευρώ (1.400 ευρώ). Σε κάθε περίπτωση το τελικό ποσό της σύνταξης μετά την παρακράτηση της εισφοράς δεν μπορεί να υπολείπεται του ανώτατου ποσού της σύνταξης που προκύπτει μετά την παρακράτηση της εισφοράς για την αμέσως προηγούμενη κατηγορία.

4. α. Στις περιπτώσεις που στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι, για τον προσδιορισμό των ποσών σύνταξης της παραγράφου 2 λαμβάνεται υπ΄ όψιν το συνολικό ποσό της σύνταξης που έχει μεταβιβασθεί και το παρακρατηθέν ποσό επιμερίζεται ανάλογα. β. Στις περιπτώσεις καταβολής στο ίσιο πρόσωπο περισσοτέρων της μιας κύριας σύνταξης από το Δημόσιο ή από άλλον ασφαλιστικό φορέα λαμβάνεται υπ΄ όψιν το άθροισμα των συντάξεων αυτών. Η παρακράτηση γίνεται από τον φορέα που χορηγεί το μεγαλύτερο ποσό σύνταξης.

γ. Με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης περίπτωσης της παραγράφου αυτής.

5. Τα ποσά που παρακρατούνται με ευθύνη του Δημοσίου αποδίδονται στον Λογαριασμό του ΑΚΑΓΕ το αργότερο μέχρι το τέλος του επομένου, από την παρακράτηση, μήνα.

6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τις χορηγίες και τα βοηθήματα που καταβάλλει το Δημόσιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΔΙΑΦΟΡΑ ΘΕΜΑΤΑ
Αρθρο 13
Εφάπαξ έκτακτη οικονομική παροχή
1. Στους συνταξιούχους και χορηγιούχους του Δημοσίου, από ίδιο δικαίωμα ή από μεταβίβαση με εξαίρεση όσους λαμβάνουν σύνταξη δικαστικού ή μέλους του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή ιατρού του Εθνικού Συστήματος Υγείας ή βουλευτή ή σύνταξη των διατάξεων του άρθρου 27 του Ν. 1813/1988 (ΦΕΚ 243 Α΄), χορηγείται εφάπαξ έκτακτη οικονομική παροχή για το έτος 2009.

2. Το ποσό της έκτακτης οικονομικής παροχής ανέρχεται:

α) Σε 500 ευρώ για μηνιαία ακαθάριστη βασική σύνταξη, μέχρι του ποσού των 800 ευρώ.

β) Σε 300 ευρώ για μηνιαία ακαθάριστη βασική σύνταξη από του ποσού των 800,01 ευρώ μέχρι του ποσού των 1.100 ευρώ.

Για μηνιαία ακαθάριστη βασική σύνταξη ποσού από 1.100,01 ευρώ και άνω δεν καταβάλλεται η έκτακτη οικονομική παροχή.

Ως ημερομηνία προσδιορισμού του ποσού της μηνιαίας ακαθάριστης βασικής σύνταξης λαμβάνεται υπ΄ όψιν η 31.12.2008.

3. Η ανωτέρω έκτακτη οικονομική παροχή είναι αφορολόγητη, δεν υπόκειται σε κράτηση για υγειονομική περίθαλψη και δεν λαμβάνεται υπ΄ όψιν για τη χορήγηση του ΕΚΑΣ.

4. Στις περιπτώσεις καταβολής στο ίδιο πρόσωπο δύο συντάξεων από το Δημόσιο, για τον προσδιορισμό της μηνιαίας ακαθάριστης βασικής σύνταξης, θα ληφθούν υπ΄ όψιν αθροιστικά τα αντίστοιχα ποσά και των δύο συντάξεων και στην περίπτωση που δικαιούται, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου αυτού, την ανωτέρω παροχή, αυτή θα καταβληθεί με τη μία εκ των δύο συντάξεων.

5. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι, το ποσό της έκτακτης οικονομικής παροχής που θα καταβληθεί στον καθένα από αυτούς είναι αυτό που αντιστοιχεί στο ποσό της ακαθάριστης μηνιαίας βασικής σύνταξης που τού καταβάλλεται.

6. Δεν χορηγείται η ανωτέρω εφάπαξ έκτακτη οικονομική παροχή σε όσα από τα πρόσωπα της παρ. 1

του άρθρου αυτού καταβάλλεται μειωμένη σύνταξη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 20 του Ν. 2084/1992 και 6 παρ. 9 του Ν. 2227/1994 (ΦΕΚ 129 Α΄) και της παρ.

14 του άρθρου 8 του Ν. 2592/1998 (ΦΕΚ 57Α΄).

7. Οσοι έχουν εξέλθει της Υπηρεσίας από 1ης Ιανουαρίου 2009 μέχρι την ημερομηνία ισχύος του Ν. 3758/2009 (ΦΕΚ 68Α΄) θα λάβουν σύμφωνα με τα ανωτέρω την έκτακτη οικονομική παροχή με τη σύνταξή τους, ενώ όσοι εξέρχονται της υπηρεσίας μετά την ημερομηνία ισχύος του νόμου αυτού θα λάβουν την παροχή αυτή με τις αποδοχές ενέργειας.

8. Οσοι κατέστησαν συνταξιούχοι εκ μεταβιβάσεως εντός του έτους 2009 δικαιούνται την έκτακτη οικονομική παροχή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό, μόνο εφόσον δεν κρίθηκε το αντίστοιχο δικαίωμα των προσώπων από τα οποία έλκουν το δικαίωμα συνταξιοδότησής τους.

Αρθρο 14
Συνταξιοδοτικό καθεστώς του αγρονομικού προσωπικού της Ελληνικής Αγροφυλακής
1. Στο τέλος του άρθρου 1 του Κώδικα Πολιτικών Στρατιωτικών Συντάξεων (ΠΔ 169/2007 ΦΕΚ 210Α΄) προστίθεται παράγραφος 15 ως εξής:

«15. Το αγρονομικό προσωπικό της Ελληνικής Αγροφυλακής, η οποία συστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 3585/2007 (ΦΕΚ 148Α΄), δικαιούται σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο με εφαρμογή όλων των διατάξεων που ισχύουν κάθε φορά για την απονομή σύνταξης στους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους».

2. Στο τέλος του άρθρου 9 του ΠΔ 169/2007 προστίθεται παράγραφος 17 ως εξής:

«17α. Ως μισθός για τον κανονισμό της σύνταξης του αγρονομικού προσωπικού τής παρ. 15 του άρθρου 1 του Κώδικα αυτού, λαμβάνεται υπ΄ όψιν ο βασικός μισθός ενέργειας του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού, κατά περίπτωση, που έφερε κατά την έξοδό του από την υπηρεσία, όπως αυτός ορίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, μαζί με την προσαύξηση του τυχόν καταβαλλομένου επιδόματος χρόνου υπηρεσίας».

Οι διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 3513/2006 (ΦΕΚ 265 Α΄) δεν έχουν εφαρμογή για τα πρόσωπα του άρθρου αυτού.

3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού ισχύουν από την 5η Ιουλίου 2007.

4. Η προθεσμία για την υποβολή της υπεύθυνης δήλωσης των διατάξεων της παραγράφου 17 του άρθρου 4 του Ν. 3513/2006 (ΦΕΚ 265 Α΄), για όσους υπαλλήλους έχουν ήδη μεταταγεί ή μεταφερθεί στην Ελληνική Αγροφυλακή από 5 Ιουλίου 2007, είτε ως αγρονομικό είτε ως πολιτικό προσωπικό αυτής, αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού.

5. Μετά την περίπτωση ι΄ της παρ.

2 του άρθρου 9 του ΠΔ 169/2007, όπως ισχύει, προστίθεται από 1ης Ιανουαρίου 2010 περίπτωση ια΄ ως εξής:

«ια. για το αγρονομικό προσωπικό, το επίδομα θέσης ευθύνης των διατάξεων της περ. β΄, της παρ. 2 του άρθρου 26 του Ν. 3585/2007. Το επίδομα αυτό δεν καταβάλλεται στην περίπτωση αναπλήρωσης προϊσταμένου».

6. α. Οι συντάξεις όσων από τα πρόσωπα του άρθρου αυτού έχουν αποχωρήσει ή αποχωρούν από την Υπηρεσία μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού αναπροσαρμόζονται οίκοθεν, από τις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο του άρθρου αυτού.

β. Το επίδομα της παρ. 5 του άρθρου αυτού υπόκειται από 1ης Ιανουαρίου 2010 σε κράτηση για κύρια σύνταξη υπέρ Δημοσίου. Αρθρο 15
Συνταξιοδότηση αιρετών οργάνων
1. Οι διατάξεις των παρ. 8 έως 13 του άρθρου 58 του ΠΔ 169/2007 έχουν ανάλογη εφαρμογή για τους βουλευτές, τους προέδρους νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, τους νομάρχες, τους δημάρχους, και τους προέδρους κοινοτήτων, με εξαίρεση όσους δικαιούνται σύνταξη με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 και 1977/1991.

2. α. Οι βουλευτές που λαμβάνουν συγχρόνως βουλευτική αποζημίωση και σύνταξη από το Δημόσιο υποχρεούνται να επιλέξουν με ανέκκλητη δήλωσή τους, είτε την καταβολή της σύνταξής τους είτε τη βουλευτική αποζημίωση. Η δήλωση επιλογής υποβάλλεται εντός είκοσι (20) ημερών, από τη δημοσίευση του νόμου αυτού για όσους έχουν ήδη εκλεγεί, για όσους δεν εκλεγούν μετά την ημερομηνία αυτή, εντός είκοσι (20) ημερών από την ανάληψη των καθηκόντων τους.

Στην περίπτωση που επιλέξουν τη λήψη της βουλευτικής αποζημίωσης αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξής τους. Η αναστολή αρχίζει από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής δήλωσης. Η σύνταξη επαναχορηγείται από την επομένη της λήξης, για οποιονδήποτε λόγο, της θητείας των ανωτέρω προσώπων.

β. Οι διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα αιρετά όργανα των ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού, που λαμβάνουν συγχρόνως έξοδα παράστασης και σύνταξη από το Δημόσιο.

3. Δήμαρχοι και πρόεδροι κοινοτήτων, που επιλέγουν σύμφωνα με τις διατάξεις τής παρ. 2 του άρθρου αυτού τα έξοδα παράστασης, διατηρούν το καθεστώς υγειονομικής περίθαλψης στο οποίο υπάγονταν ως συνταξιούχοι, οι δε αναλογούσες κρατήσεις υπολογίζονται επί των εξόδων παράστασης και αποδίδονται ανά μήνα στον οικείο ασφαλιστικό φορέα.

4. α. Τα αιρετά όργανα των ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού, με εξαίρεση τους προέδρους νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, τους νομάρχες, τους δημάρχους, και τους προέδρους κοινοτήτων, που επιλέγουν την καταβολή των εξόδων παράστασης αντί των αποδοχών της οργανικής τους θέσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 8 του Ν. 3833/2010 (ΦΕΚ 40Α΄), εξακολουθούν να διέπονται από το ασφαλιστικό καθεστώς των φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης, που είχαν πριν από την εκλογή τους, οπότε και ο χρόνος θητείας τους, ως αιρετών οργάνων, θεωρείται ως πραγματική και συντάξιμη υπηρεσία στη θέση από την οποία προέρχονται. Οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί των τακτικών μηνιαίων αποδοχών της οργανικής τους θέσης, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά και παρακρατούνται από τα έξοδα παράστασης, αποδιδόμενες, ανά μήνα, στους οικείους ασφαλιστικούς φορείς. Οπου προβλέπεται εργοδοτική εισφορά, αυτή καταβάλλεται από τον φορέα της οργανικής τους θέσης.

β. Η ασφαλιστική- συνταξιοδοτική τακτοποίηση των προσώπων της παραγράφου αυτής για το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία δημοσίευσης του Ν. 3833/2010 μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις οικείες διατάξεις τού κάθε φορέα ή Ταμείου.

γ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και μετά την ημερομηνία ισχύος του Ν. 3852/2010.

Αρθρο16
ΣυνταξιοδότησηυπαλλήλωντηςΒουλής
1. Ως μισθός για τον κανονισμό της σύνταξης των υπαλλήλων της Βουλής λαμβάνεται ποσοστό του μηνιαίου μισθού ενεργείας του μισθολογικού κλιμακίου που αντιστοιχεί σε δημόσιο υπάλληλο της ίδιας μισθολογικής κατηγορίας με τα ίδια έτη υπηρεσίας.

2. Ως προς τον υπολογισμό της σύνταξης και τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης των προσώπων της προηγούμενης παραγράφου έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις του ΠΔ 169/2007 που ισχύουν για τους τακτικούς υπαλλήλους των υπουργείων, με την επιφύλαξη των διατάξεων της περ. α΄ της παρ. 7 του άρθρου μόνου του Ν. 3847/2010.

Αρθρο 17
Λοιπές συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις
1. Οι διατάξεις του προτελευταίου εδαφίου της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ΠΔ 169/2007 έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσους πάσχουν από αιμορροφιλία τύπου Α΄ ή Β΄ ή μυασθένεια- μυοπάθεια, εφόσον για τις περιπτώσεις αυτές συντρέχει ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%.

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, όπως ισχύουν κάθε φορά, έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα πρόσωπα που υπάγονται στις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 26 του ΠΔ 169/2007 καθώς και για τα πρόσωπα των διατάξεων των άρθρων 3 και 7 του Ν. 2084/1992.

3. Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα πρόσωπα στα οποία έχουν συντρέξει οι προϋποθέσεις των διατάξεων αυτών μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού.

Αρθρο 18
Εκταση εφαρμογής
Οι διατάξειςτων προηγούμενων άρθρων κατά το μέρος που αφορούν τους υπαγόμενους στο ασφαλιστικό- συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου εφαρμόζονται αναλόγως και για τους υπαλλήλους των ΟΤΑ και των άλλων ΝΠΔΔ που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς, είτε οι συντάξεις τους βαρύνουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, καθώς και για το προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των υπαλλήλων των ασφαλιστικών ταμείων του προσωπικού των Σιδηροδρομικών Δικτύων, που διέπονται από το καθεστώς του ΝΔ 3395/1955 (ΦΕΚ 276 Α΄).

Αρθρο 19
Εναρξη ισχύος
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις.