Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

Μία "Λακανική" ερμηνεία της χρηματοπιστωτικής κρίσης


Η παρούσα διεθνής κρίση είναι από πολλές απόψεις μία διαδικασία χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Δεν προέκυψε ούτε από μία βιομηχανική κρίση ούτε από ένα χρηματιστηριακό κραχ. Προκλήθηκε από το απλό γεγονός πως ολοένα και περισσότερα νοικοκυριά στις ΗΠΑ, κυρίως Λατινοαμερικάνοι, μαύροι και χαμηλόμισθοι λευκοί εργαζόμενοι δεν ήταν σε θέση να αποπληρώσουν τα στεγαστικά τους δάνεια.

Το γεγονός πως η πτώχευση φτωχών εργαζομένων και μειονοτικών, μία διαδικασία που στο παρελθόν συνέβαινε χωρίς ιδιαίτερες συνέπειες στη γενική οικονομία, έφτασε σήμερα να απειλεί την ίδια την ύπαρξη του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος μπορεί να κατανοηθεί μόνο στα πλαίσια μίας ανάλυσης που ιχνηλατεί την εξέλιξη της χρηματοπιστωτικής σφαίρας στον ύστερο καπιταλισμό, την υπερδιόγκωση της και τη σχετική αυτονόμιση της από την πραγματική οικονομία.


Ωστόσο για να μην υπάρξουν παρανοήσεις διευκρινίζουμε πως αυτό που έφτασε να αποκαλείται χρηματιστικοποίηση της οικονομίας δεν αποτέλεσε κάποια τυχαία εξέλιξη ή αυθαίρετη επιλογή αστικών μερίδων. Ήταν μία στρατηγική επιλογή των αστικών τάξεων και των κρατών των δυτικών χωρών προκειμένου να αντιμετωπιστεί η προηγούμενη διεθνής καπιταλιστική κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1970. Σκοπός όμως αυτού του σύντομου κειμένου δεν είναι να περιγράψει με λεπτομέρειες τα πως και τα γιατί αυτής της επιλογής, να παρακολουθήσει την εφαρμογή της στις δεκαετίες του νεοφιλελευθερισμού, ή να αναλύσει τον τρόπο με τον οποίο αυτή η στρατηγική κατέστη, συγκυριακά έστω, επιτυχημένη για το παγκόσμιο κεφάλαιο. 

Αναγνωρίζοντας όμως το δομικό και αναβαθμισμένο ρόλο της χρηματοπιστωτικής σφαίρας στη λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας, θα επικεντρώσουμε στην κατανόηση των βαθύτερων νόμων και δυναμικών του χρηματοπιστωτικού τομέα, προσπαθώντας να εξηγήσουμε την τρέχουσα κρίση στη βάση ακριβώς αυτών των νόμων και των δυναμικών. Λόγω περιορισμών θα κινηθούμε αναγκαστικά σε ένα υψηλό επίπεδο αφαίρεσης, παραλείποντας πολλά από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και μορφές εκδήλωσης αυτών των νόμων.


Το υποκείμενο που υποτίθεται πως γνωρίζει
 

Όπως παρατηρεί ο διάσημος ψυχαναλυτής Ζακ Αλαίν Μιλέρ, το χρηματικό σημαίνων ή σύμβολο (το χρήμα δηλαδή) είναι εικονικό, στηρίζεται δηλαδή σε μία σειρά κοινωνικές συμβάσεις οι οποίες αρθρώνονται γύρω από ένα κενό. Το χρήμα έχει αξία επειδή εμείς συμφωνήσαμε να του την παραχωρήσουμε. Το χρηματοπιστωτικό σύμπαν είναι ένα οικοδόμημα κατασκευασμένο από μύθους και το βασικό θεμέλιο του είναι αυτό που ο Λακάν ονόμαζε “το υποκείμενο που υποτίθεται πως γνωρίζει”, γνωρίζει το πως και το γιατί των εκατομμυρίων χρηματιστικών συναλλαγών που συμβαίνουν ανά πάσα στιγμή. 

Ποιος παίζει αυτό το ρόλο στην προκειμένη περίπτωση; Μα το δίκτυο των επιβλεπουσών αρχών (κεντρική τράπεζα, επιτροπή κεφαλαιαγοράς, υπουργείο οικονομικών κλπ), από το οποίο, ορισμένες φορές, μία φιγούρα ξεχωρίζει. Ο Γκρίνσπαν για παράδειγμα μέχρι πρόσφατα. Οι χρηματιστηριακοί παίκτες βασίζουν τη συμπεριφορά τους σε αυτή την πεποίθηση. Το φανταστικό και υπερευέλικτο οικοδόμημα διατηρεί τη συνοχή του δια μέσω της “πίστης” στις ρυθμιστικές αρχές, δηλαδή μέσω της “μεταβίβασης” στο “υποκείμενο που υποτίθεται πως γνωρίζει”.

Στη λακανική ψυχανάλυση η “μεταβίβαση” δεν στηρίζεται στη πραγματική ή μη, γνώση του “υποκειμένου” (του αναλυτή ή στην προκειμένη περίπτωση των ρυθμιστικών αρχών). Αλλά στην πεποίθηση του ασθενή ή στη περίπτωσή μας των χρηματιστικών παικτών πως αυτές (οι αρχές) γνωρίζουν. Η μεταβίβαση είναι επιτυχής όταν οι ρυθμιστικές αρχές έχουν φτάσει να ενσαρκώνουν στα μάτια των οικονομικών παραγόντων το “υποκείμενο που γνωρίζει”. 

Έτσι μπορούν να επιδίδονται απρόσκοπτα στις συναλλαγές τους, ακόμα και παραβιάζοντας συστηματικά το υπάρχον ρυθμιστικό πλαίσιο, αφού κυριαρχεί η πεποίθηση πως οι αρχές μπορούν να εξασφαλίσουν σε κάθε περίπτωση την ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία της αγοράς. Έχει εξασφαλιστεί δηλαδή η περιβόητη εμπιστοσύνη των αγορών. Τα προηγούμενα χρόνια το ρόλο αυτό έφτασε να τον ενσαρκώνει σχεδόν εξ’ ολοκλήρου ο επικεφαλής της FED Άλαν Γκρίνσπαν, στον οποίο είχαν επιδοθεί διάφορα προσωνύμια που εξέφραζαν αυτή την εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του: μάγος, γκουρού, σοφός κλπ.

Τι γίνεται όμως όταν αυτή εμπιστοσύνη των αγορών, δηλαδή η πεποίθηση στην ικανότητα των αρχών να εξασφαλίζουν ανά πάσα στιγμή την εύρυθμη λειτουργία των αγορών καταρρέει; Αυτό συνέβη στην προκειμένη περίπτωση το Σεπτέμβρη του 2008, όταν η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ άφησε την μεγάλη επενδυτική τράπεζα Λέμαν Μπρόδερς να καταρρεύσει, σπέρνοντας πανικό στις διεθνείς αγορές. 

Αυτό που ακολούθησε είναι λίγο ως πολύ γνωστό, η διαβόητη πιστωτική ασφυξία. Σχεδόν όλες οι συναλλαγές πάγωσαν, οι τράπεζες έπαψαν να δανείζουν ακόμα και σε επιχειρήσεις και καταναλωτές που από κάθε άποψη ήταν φερέγγυοι, ενώ οι μετοχές των τραπεζών έκαναν βουτιά αφού κανένας επενδυτής δεν γνώριζε εάν ήταν υγιής ή όχι, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σοβαρό πρόβλημα ακόμα και σε εκείνες που δεν ήταν εκτεθειμένες στα τοξικά προϊόντα που εξαρχής προκάλεσαν το πρόβλημα.

Γιατί όμως φτάσαμε σε αυτό το σημείο; Γιατί η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ δεν κατάφερε να πείσει για μία ακόμα φορά τις αγορές, όπως το είχε κάνει τόσες φορές στο παρελθόν, πως έχει τον έλεγχο της κατάστασης (πχ 1987, 1995 κρίση του χρέους του Μεξικού, 1997 κρίση της Νοτιοανατολικής Ασίας, 1998, 2001 κλπ); Εδώ ο Μιλέρ δίνει τη λάθος εξήγηση. Εντοπίζει αυτή την αποτυχία των ρυθμιστικών αρχών στο γεγονός πως η δύναμη τους είχε επί χρόνια υπονομευτεί συστηματικά από τις πολιτικές απορρύθμισης των αγορών και ελαχιστοποίησης της κρατικής παρέμβασης. 

Όταν λοιπόν εμφανίστηκε μία σοβαρή ανισορροπία στο σύστημα, οι αρχές δεν είχαν πλέον τη δύναμη να επέμβουν άμεσα και να αποκαταστήσουν την ομαλή του λειτουργία διατηρώντας ταυτόχρονα την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Αυτή η προσέγγιση είναι εντελώς επιφανειακή και εντάσσεται στη κυρίαρχη ιδεολογική αφήγηση με την οποία οι αστικές τάξεις και τα κράτη διεθνώς, προσπαθούν να εξηγήσουν τη κρίση, επικεντρώνοντας για παράδειγμα στην απληστία ορισμένων πιστωτικών ιδρυμάτων, στην έλλειψη επαρκούς επόπτευσης και στη απορρύθμιση που κατέστησε ανίκανα τα αρμόδια όργανα να επεμβαίνουν αποτελεσματικά. 

Όπως έχει περιγράψει αρκετά πειστικά ο βρετανός καθηγητής Πήτερ Γκόουαν, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που αφορούν τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν μπορούν να περιγραφούν ως απορρύθμιση αλλά ως μία νέα ρύθμιση που εξασφάλιζε την απρόσκοπτη λειτουργία και ανάπτυξή του στις νέες συνθήκες της πακοσμιοποίησης και έντασης του ανταγωνισμού. Ενώ όπως εντόπισαν οι Πάνιτς και Γκίντιν η νέα αυτή ρύθμιση σήμαινε από πολλές απόψεις ενίσχυση και όχι μείωση της δύναμης των ρυθμιστικών αρχών.


Ένα ελάττωμα στο μοντέλο
 

 Αλλού λοιπόν πρέπει να αναζητηθεί η εξήγηση της αδυναμίας των ρυθμιστικών αρχών να “ενσαρκώσουν” την εμπιστοσύνη των αγορών. Την απάντηση μας τη δίνει απροσδόκητα ό ίδιος Γκρίνσπαν, ο επί σχεδόν 19 χρόνια επικεφαλής της FED. Στην κατάθεσή του στο κογκρέσο στις 22 Οκτώβρη του περασμένου έτους για την τρέχουσα κρίση, αφού δηλώνει σοκαρισμένος από το μέγεθος της κρίσης αναφέρει αυτοκριτικά:

“… έκανα λάθος πιστεύοντας πως οι τράπεζες, επιδιώκοντας το ιδιωτικό τους συμφέρον, θα κάναν ότι μπορούσαν για να προστατέψουν τα συμφέροντα των μετόχων τους και των θεσμών (των τραπεζών)… πρόκειται για ένα ελάττωμα στο μοντέλο που καθορίζει στο πως λειτουργεί ο κόσμος (δηλαδή του καπιταλισμού σ.τ.σ.)”.

Τι αποκαλύπτει το σχόλιο αυτό; Τα λόγια του Γκρίνσπαν αποδεικνύουν πως το “υποκείμενο που υποτίθεται πως γνωρίζει”, δηλαδή ο ίδιος και η αρχή της οποίας ήταν επικεφαλής συνειδητά μετέθεσαν το ρόλο τους στην “αγορά” και στους επενδυτές. Η δράση τους στηρίζονταν στην πεποίθηση πως η επιδίωξη του κέρδους από τις τράπεζες και τους άλλους επενδυτές είναι αντικειμενικά συνετή και η αγορά αυτορρυθμίζεται. Δεν πρόκειται εδώ για το φαινόμενο της αντιμεταβίβασης (όπου ο αναλυτής βιώνει μία σειρά συναισθηματικές αντιδράσεις που δεν καθορίζονται από τα προσωπικά χαρακτηριστικά του ασθενή και προβλήματα αλλά από ασυνείδητες συγκρουσιακές εμπειρίες του ψυχαναλυτή), δηλαδή σε λάθος ενέργειες των αρχών που προέκυψαν από κακή ενημέρωση, έρευνα ή ανάλυση αλλά για συνειδητή αποκήρυξη του ρόλου τους, με αποτέλεσμα η λειτουργία τους (των εποπτικών αρχών) να καθορίζεται από την πεποίθησή πως η αγορά “γνωρίζει”. 

Το παράδειγμα αυτό επιβεβαιώνει για μία ακόμη φορά πως ακόμα και αυτοί που βρίσκονται στα υψηλότερα κλιμάκια των δομών και των θεσμών που παράγουν και αναπαράγουν τις ιδεολογικές αφηγήσεις που φυσικοποιούν τις σχέσεις εκμετάλλευσης και εξουσίας, είναι και οι ίδιοι πιασμένοι στα δίχτυα αυτών των αφηγήσεων. Με άλλα λόγια η συγκεκριμένη ιδεολογία είναι η πραγματικότητά τους.

 

Με βάση την παραπάνω ανάλυση φωτίζεται και το περιεχόμενο των μέτρων που έχουν παρθεί μέχρι στιγμής από τις κυβερνήσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης. Η βασική τους στόχευση έγκειται στο να ανασυγκροτήσουν το “υποκείμενο που υποτίθεται πως γνωρίζει”. Στην αρχή είχαμε ορισμένες ad hoc κινήσεις που προέκυπταν από το γενικευμένο πανικό (κυρίως όσο ήταν ακόμη πρόεδρος ο Μπους), αλλά γρήγορα περάσαμε σε σχεδιασμένες ενέργειες που στόχευαν στο να αποκαταστήσουν της εμπιστοσύνη στην αγορά, και να δημιουργήσουν την πεποίθηση πως οι αρχές είναι σε θέση να εξασφαλίσουν την ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία του συστήματος. Για το στόχο αυτό δαπανήθηκαν αφειδώς τεράστια ποσά, ενώ οι κυβερνήσεις δεσμεύτηκαν πως θα δουλέψουν για το σκοπό αυτό “by any means necessary”, αποδεικνύοντας πως το “πραγματικό” σε αυτή την κοινωνία δεν είναι άλλο από το … κεφάλαιο.

Ωστόσο με βάση την ίδια προσέγγιση πρέπει να διακρίνουμε πως όταν η “φυσική” τάξη πραγμάτων αποσταθεροποιείται τόσο ριζικά όπως σε αυτή την κρίση, δημιουργείται ένα άνοιγμα στο πεδίο των ιδεολογικών, αφηγηματικών ανταγωνισμών, με συνέπεια η αντικαπιταλιστική αριστερά να έχει την ευκαιρία να διεκδικήσει να καταστήσει ηγεμονική τη δική της αφήγηση για την οργάνωση της κοινωνίας. Δεν πρέπει ωστόσο να ξεχνά πως δεν είναι η μόνη στην οποία ανοίγεται αυτή η δυνατότητα.

Δημήτρης Τσ.

http://aformi.wordpress.com