Στις 9 Δεκεμβρίου, επτά χώρες της Λατινικής Αμερικής (Αργεντινή, Βολιβία, Βραζιλία, Εκουαδόρ, Παραγουάη, Βενεζουέλα, Ουρουγουάη) ίδρυσαν την Τράπεζα του Νότου (Banco del Sur). Η έδρα της θα βρίσκεται στην πρωτεύουσα της Βενεζουέλας και το αρχικό της κεφάλαιο ανέρχεται σε 7 δις δολάρια. Θα διοικείται από επιτροπή που στελεχώνουν οι υπουργοί οικονομικών των κρατών μελών.
Σύμφωνα με την ιδρυτική της συνθήκη στόχος της Τράπεζας είναι: ‘Η χρηματοδότηση της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης των χωρών μελών με τρόπο ισότιμο και αξιόπιστο, η μείωση των ανισοτήτων μεταξύ των χωρών, η προώθηση της ενοποίησης τους, καθώς και η ισομερής κατανομή των επενδύσεων’. Ελπίδα των λατινοαμερικανών είναι η υιοθέτηση κοινού νομίσματος, κάτι που απεύχονται οι ΗΠΑ γιατί, εκτός των άλλων, θα αποδυναμώσει επιπλέον το αμερικανικό δολάριο.
Ο νέος χρηματοπιστωτικός οργανισμός φιλοδοξεί να αποτελέσει εναλλακτική λύση στον άγριο και κατά κανόνα αποτυχημένο μονεταρισμό που προωθούν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα στην περιοχή. Αντιτίθεται στο μοντέλο που προωθούν οι διεθνείς χρηματοοικονομικοί θεσμοί, σύμφωνα με το οποίο η εφαρμογή νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών αποτελεί προϋπόθεση για την παροχή δανείων. Την τελευταία δεκαετία η Βραζιλία και η Αργεντινή αντιμετώπισαν ισχυρές οικονομικές κρίσεις. Το ΔΝΤ τους παρείχε ‘σωτηρία’ δίνοντας δάνεια, αλλά απαιτώντας την υιοθέτηση αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής. Όχι μόνο απέτυχε να βοηθήσει τις δύο χώρες να ξεπεράσουν την κρίση, αλλά συνέβαλε στο να συνειδητοποιήσουν όλες οι λατινοαμερικάνικες χώρες την ανάγκη να πάψει η εξάρτηση τους από τους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς.
Κεντρική επιδίωξη των χωρών που συμμετέχουν είναι να ξεπεράσουν τις αρνητικές συνέπειες του μονόδρομου που επέβαλε το οικονομικό κατεστημένο – διαρκής αύξηση του χρέους, μεταφορά κεφαλαίων, απορρύθμιση, ιδιωτικοποίηση της δημόσιας κληρονομιάς και των βασικών υπηρεσιών. Η πρόσφατη ιστορία έχει αποδείξει ότι οι οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές πολιτικές που υπαγορεύτηκαν στις κυβερνήσεις των χωρών τις Λατινικής Αμερικής οδήγησαν σε φυγή των κεφαλαίων και των βιομηχανιών. Τις παγίδευσαν σε ένα εξαγωγικό μοντέλο που βασιζόταν στην αγροτική παραγωγή και τον ορυκτό πλούτο, παρεμπόδιζε την ανάπτυξη και μεγέθυνε την εξάρτηση από τις χώρες του βορρά, επιτείνοντας την κοινωνική ανισότητα, την οικολογική καταστροφή και τα ‘αιώνια’ χρέη.
Η ιδέα ίδρυσης της Τράπεζας του Νότου ξεκίνησε από τον πρόεδρο της Βενεζουέλας, Ούγκο Τσάβες το Δεκέμβριο του 2006, σε μια προσπάθεια να περιορίσει την επιρροή των ΗΠΑ και των διεθνών χρηματοδοτικών οργανισμών, τους οποίους έχει χαρακτηρίσει «εργαλεία της Ουάσινγκτον». Η δημιουργία της παρέχει ένα μέσο ενίσχυσης της οικονομικής αυτονομίας της Νοτίου Αμερικής, καθώς είναι η πρώτη που πραγματικά ελέγχεται από τα κράτη της ηπείρου. Μακροπρόθεσμοι στόχοι της τράπεζας είναι η προσέλκυση των οικονομικών επενδυτών από τη Λατινική Αμερική και η χρηματοπιστωτική ανεξαρτησία των χωρών από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Παγκόσμια Τράπεζα και τη Διαμερικανική Αναπτυξιακή Τράπεζα, καθώς και η σταδιακή ένταξη όλων των χωρών της Λατινικής Αμερικής, από το Μεξικό μέχρι την Αργεντινή. Ένα από τα πρώτα έργα που πρόκειται να χρηματοδοτήσει είναι ο αγωγός φυσικού αερίου που θα συνδέει την Αργεντινή με τη Βενεζουέλα μέσω Βραζιλίας και Βολιβίας.
Η πρώτη φάση της χρηματοδότησης θα είναι ασύμμετρη, με κύριους χρηματοδότες τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία. Το αρχικό κεφάλαιο 7 δισ. δολαρίων θα χρηματοδοτεί έργα ανάπτυξης της περιφέρειας με ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια. Το χρηματικό ποσό αλλά και το επιπλέον κεφάλαιο που θα συνεισφέρει η κάθε χώρα δεν έχει γνωστοποιηθεί ακόμα. Η Βραζιλία και η Βενεζουέλα διαφωνούν στον τρόπο χρηματοδότησης της Τράπεζας, με τη δεύτερη να επιμένει ότι οι εισφορές θα πρέπει να είναι προαιρετικές, υπό μορφή δωρεάς. Ο Τσάβες έχει ήδη δανείσει 2,5 δισ. δολάρια στην Αργεντινή, προτίθεται να δώσει 500 εκατ. δολάρια στο Εκουαδόρ για να καλύψει το χρέος του κι άλλο 1,5 δισ. στη Βολιβία. Σε αντίθεση με το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, τα οποία επειδή χρηματοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό από την Ουάσιγκτον ελέγχονται από αυτήν, η Τράπεζα του Νότου δεν έχει κάποιον επικεφαλής και συγκροτείται πάνω στην αρχή «μία χώρα, μία ψήφος». Επιπλέον, η νέα τράπεζα δεσμεύτηκε να δίνει στη δημοσιότητα όλα τα πρακτικά των συνεδριάσεών της, ενώ οι διευθυντές της θα είναι υπόλογοι στη Δικαιοσύνη, κάτι το οποίο δεν ισχύει για τους άλλους διεθνείς χρηματοδοτικούς οργανισμούς, οι διευθυντές των οποίων προστατεύονται από πλήρη ασυλία.
Μεγάλο τμήμα της κοινωνίας πολιτών των εμπλεκόμενων χωρών -κοινωνικά δίκτυα, οργανώσεις και κινήματα, εργατικά σωματεία και επαγγελματικές ενώσεις- που αγωνίζονται ενάντια στη μάστιγα των συσσωρευμένων δημόσιων χρεών, στην αναποτελεσματική πολιτική και πρακτική των διεθνών χρηματοπιστωτικών θεσμών και του παγκόσμιου εμπορικού συστήματος, υποστηρίζουν αυτή την προσπάθεια και επιζητούν μεγαλύτερο ρόλο στη δημιουργία της και πιο συμμετοχικές διαδικασίες.
Υποβοηθούμενα από την άνοδο της τιμής του πετρελαίου τα τελευταία χρόνια, τα συναλλαγματικά αποθέματα των χωρών τις Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής αυξήθηκαν εντυπωσιακά, φτάνοντας τα 350 δις δολάρια μέσα στο 2007. Είναι σαφές ότι το όλο εγχείρημα θα ήταν αδύνατο να συμβεί πριν μια δεκαετία. Η δήλωση του υπουργού Οικονομικών της Βραζιλίας είναι χαρακτηριστική: «Δεν χρειάζεται πλέον να διαπραγματευόμαστε τις οικονομικές μας πολιτικές. Κλείνει ένας κύκλος υποταγής που έπληττε την αξιοπρέπεια και την κυριαρχία μας». Αυτό το αίσθημα μοιράζονται πλέον πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, ιδιαίτερα της Λατινικής Αμερικής.