Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

Η Τουρκία στην όχθη του Ρουβίκωνα





Οταν ο Φερδινάνδος και η Ισαβέλλα, οι καθολικοί μονάρχες της Καστίλλης και της Αραγωνίας, εξαπέλυσαν τον μεγάλο διωγμό των Εβραίων (1480- 1492), η Οθωμανική Αυτοκρατορία τούς προσέφερε ασφαλές καταφύγιο. Ο ιστορικός δεσμός έγινε ακόμη ισχυρότερος στη σύγχρονη εποχή, όταν η ΝΑΤΟϊκή Τουρκία ήταν για δεκαετίες ο μόνος σίγουρος σύμμαχος του Ισραήλ σε μια εχθρική, για το νεαρό κράτος, Μέση Ανατολή. Αντίθετα, οι Αραβες έβλεπαν πάντα με καχυποψία την Τουρκία, διάδοχο της παλιάς αυτοκρατορίας από την οποία ελευθερώθηκαν – μια καχυποψία, η οποία, στην περίπτωση της Συρίας, έφτασε στο χείλος της στρατιωτικής σύρραξης, τη δεκαετία του ’90.

Υπό αυτό το πρίσμα, η ανατροπή στις σχέσεις των δύο συμμάχων αποκτά δραματικές διαστάσεις. «Το Ισραήλ πρέπει να τιμωρηθεί. Η διεθνής κοινότητα πρέπει να πει “φτάνει πια”! Καταδικάζω την αιματηρή σφαγή», άστραψε και βρόντηξε από το βήμα της τουρκικής Βουλής ο Ταγίπ Ερντογάν, για να προσθέσει: «Κανείς δεν μπορεί να παίζει με την υπομονή της Τουρκίας. Το Ισραήλ οφείλει να άρει το απάνθρωπο εμπάργκο στη Γάζα. Οσο για μας, δεν θα γυρίσουμε την πλάτη στους Παλαιστινίους».

Αρκετοί έσπευσαν να ερμηνεύσουν την έμμεση υποστήριξη του κυβερνώντος, ισλαμικού κόμματος στην πρωτοβουλία «Στόλος της Ελευθερίας» ως πολιτικό οπορτουνισμό ενόψει των κρίσιμων βουλευτικών εκλογών που προβλέπεται να διεξαχθούν φέτος στην Τουρκία. Ωστόσο, αυτή η ερμηνεία υποτιμά τις σοβαρές αλλαγές που διατρέχουν την τουρκική κοινωνία και έχουν αντανάκλαση σε όλες τις πτέρυγες του πολιτικού κατεστημένου, συμπεριλαμβανομένου του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (ΡΛΚ), προπύργιου της κεμαλικής αντιπολίτευσης.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο βουλευτής του ΡΛΚ και πρώην διπλωμάτης, Ονούρ Οϊμέν, κάλεσε τον Ερντογάν να συνοδεύει, στο εξής, τουρκικά πλοία που θα συμμετέχουν σε ανθρωπιστικές αποστολές προς τη Γάζα με σκάφη του τουρκικού πολεμικού ναυτικού – κάτι που θα ισοδυναμούσε με ευθεία στρατιωτική πρόκληση προς το Ισραήλ.

Κοινή είναι η εκτίμηση των πολιτικών αναλυτών στην Τουρκία ότι στο εξής ουδείς, ούτε καν η ηγεσία του στρατού, θα αμφισβητήσει τη φιλοαραβική στροφή του Ερντογάν, η οποία ανταποκρίνεται στα συναισθήματα της συντριπτικής πλειονότητας του έθνους. Επιπλέον, η στροφή αυτή φαίνεται ότι έχει σημαντικό οικονομικό υπόβαθρο. Το ετήσιο εμπόριο της Τουρκίας με το Ισραήλ ανέρχεται σε 2,5 δισ. δολάρια, ενώ το αντίστοιχο με τα αραβικά κράτη και το Ιράν φτάνει τα 30 δισ. δολάρια.

Ωστόσο, θα ήταν λάθος να εικάσει κανείς ότι η Τουρκία σκέφτεται να ξεπεράσει τα όρια της πίεσης προς το Ισραήλ, διακινδυνεύοντας μια ρήξη μαζί του. Δεν είναι τυχαίο ότι η Τουρκία δεν έστειλε ούτε έναν βουλευτή στον «Στόλο της Ελευθερίας» – ενώ υπήρχαν βουλευτές από αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Επιπλέον, ο Ερντογάν δεν αγνοεί ότι οι πρωτοβουλίες του μπορεί να του χαρίζουν πάρα πολλές συμπάθειες στους αραβικούς δρόμους και ώς ένα βαθμό και το προφίλ του ηγέτη μιας ανεξάρτητης ισχυρής περιφερειακής δύναμης, αλλά προκαλούν και σημαντική δυσφορία όχι μόνο στο Ισραήλ και τις ΗΠΑ, καθώς και στις συντηρητικές κυβερνήσεις σημαντικών αραβικών κρατών, όπως η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία. Επομένως, το πιθανότερο είναι ότι, παρά τα βαθιά τραύματα, η σχέση μεταξύ των δύο παραδοσιακών συμμάχων θα επιβιώσει και αυτής της κρίσης.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ