Παρασκευή 21 Μαΐου 2010

Το δίλημμα μεταξύ μίας κακής λύσης ή μίας εξίσου κακής μη λύσης




του Ανδρέα Πενταρά*


Σε λίγες μέρες επαναρχίζουν οι διαπραγματεύσεις για εξεύρεση λύσης στο Κυπριακό πρόβλημα. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες θα διεξαχθεί ο νέος γύρος των συνομιλιών, είναι για την Ε/Κ πλευρά περισσότερο από ποτέ άλλωτε δυσμενείς για τους εξής λόγους.


Πρώτον, συνομιλητής στην απέναντι πλευρά θα είναι ο Έρογλου με τις γνωστές του θέσεις για λύση δύο κρατών. Μπορεί να συμφώνησε με τη συνέχιση των συνομιλιών από το σημείο που σταμάτησαν, όμως δεν πρέπει να αμφιβάλλει κανείς ότι στη πορεία των συζητήσεων θα επιδιώξει να επιβάλει τις δικές του γνωστές ερμηνείες πάνω στην επιδιωκόμενη λύση.


Δεύτερον, τα δύσκολα κεφάλαια του Κυπριακού (εδαφικό, ασφάλεια, έποικοι, ) δεν έχουν ανοίξει ακόμα. Σε πολλά σημεία των κεφαλαίων αυτών έχουν ήδη τεθεί από τη Τ/Κ πλευρά κόκκινες γραμμές σε θέσεις που είναι για τη πλευρά μας μη αποδεκτές. Εκτιμούμε ότι θα είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο για τον Έρογλου να κάνει εκπτώσεις στα ζητήματα αυτά.



Τρίτον, ο μόνος σταθερός σύμμαχος και συμπαραστάτης στη προσπάθεια του Κυπριακού Ελληνισμού για μια βιώσιμη και λειτουργική λύση που είναι η Ελλάδα, βιώνει το δικό της Γολγοθά εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης, κάτι που καθιστά τη θέση της στη διεθνή σκακιέρα αδύναμη και κατά συνέπεια ανήμπορη να προσφέρει στη Κύπρο τη βοήθεια που θα έπρεπε.

Τέταρτον, η Τουρκία βρίσκεται τη περίοδο αυτή σε μια άνευ προηγουμένου αναβαθμισμένη θέση μέσα στο διεθνές σύστημα. Ο ρόλος που θέλει να παρουσιάσει η ίδια, σαν μια μεγάλη οικονομική και σταθεροποιητική δύναμη στον ευαίσθητο για τα δυτικά συμφέροντα χώρο της Μέσης Ανατολής και της Υπερκαυκασίας, όχι μόνο δεν αμφισβητείται αλλά υπερτονίζεται στην Ευρώπη και τη Δύση.

Πέμπτον, η ΕΕ, κουρασμένη από τη μη λύση του Κυπριακού και των προβλημάτων που αυτή συνεπάγεται στην ομαλή λειτουργία της και ιδαίτερα στον τομέα της ασφάλειας και άμυνας, αλλά και της διεύρυνσης, οδηγείται σε άλλες προσεγγίσεις για υπέρβαση των προβλημάτων αυτών, όπως η έγκριση του κανονισμού για το απευθείας εμπόριο.

Έκτον, ακόμα και η νομικίστικη αντίληψη βασικών πτυχών του Κυπριακού, όπως το περουσιακό, στην οποία στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό η πλευρά μας ύστερα από τις πρώτες επιτυχείς αποφάσεις του ΕΔΑΔ, κατέρρευσε, ύστερα από την αναγνώριση από το ΕΔΑΔ της λεγόμενης ΄΄επιτροπής αποζημιώσεων΄΄ του ψευδοκράτους.

Έβδομον, η αμυντική μας ικανότητα πάνω στην οποία θα έπρεπε να στηριχθεί ο πρόεδρος για να διαπραγματευθεί από θέση ισχύος δεν βρίσκεται στο καλύτερο επίπεδο. Μπορεί κάποιος να ανατρέξει στους αμυντικούς προϋπολογισμούς των τελευταίων ετών για να διαπιστώσει τη φθίνουσα πορεία της άμυνας.

Όγδοον, το εσωτερικό μέτωπο είναι πλήρως διασπασμένο. Οι ατυχείς χειρισμοί του προέδρου σε ουσιώδη ζητήματα του Κυπριακού αλλά και στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, τον απομόνωσαν από τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, ακόμα και από σημαντική μερίδα του συγκυβερνώντος ΔΗΚΟ.

Με όλα αυτά τα αρνητικά για τη πλευρά μας δεδομένα, οι δυνατότητες του προέδρου για την επίτευξη μιας λύσης, στηριγμένης στις διακηρυγμένες αρχές για τις οποίες η Ε/Κ πλευρά εδώ και 36 χρόνια αγωνίζεται, είναι περίπου ανύπαρκτες. Με βάση δε και το αξίωμα του διαχρονικού Θουκυδίδη ότι ΄΄ο δυνατός προχωρεί μέχρις εκεί που του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύνατος υποχωρεί μέχρις εκεί που του επιτρέπει η αδυναμία του΄΄ είναι ολοφάνερο, ότι ο πρόεδρος σήμερα βρίσκεται μπροστά σε ένα αδυσώπητο δίλημμα. Να αποδεχθεί μια κακή λύση ή να ακολουθήσει τη γνωστή συνταγή της μη λύσης. Μάλλον το δεύτερο θα συμβεί – μια και ο Ελληνισμός απέκλεισε τη τρίτη επιλογή, αυτή του ένοπλου αγώνα. Με τη διαφορά όμως ότι κάτω από τα νέα δεδομένα που ραγδαία εξελίσσονται στα κατεχόμενα αλλά και στο Ευρωπαϊκό και ευρύτερο περιβάλλον, η μη λύση θα σημάνει μεσοπρόθεσμα τη Ταϊβανοποίηση των κατεχομένων και μακροπρόθεσμα τη Τουρκοποίηση της Κύπρου μέσω της συνεχιζόμενης αλλαγής της δημογραφίας. (Σχέδιο Νιχάτ Ερίμ 1956)

Βεβαίως, για το πως οδηγήθηκε η Ε/Κ πλευρά στο σημείο να είναι υποχρεωμένη σήμερα να επιλέξει μεταξύ μιας κακής λύσης ή μιας εξίσου κακής μη λύσης, υπάρχουν ευθύνες. Όπως στην Ελλάδα, ο άκρατος λαϊκισμός, οι πελατειακές σχέσεις, η παροχολογία και η διαφθορά των τελευταίων 30 ετών οδήγησαν στη σημερινή οικτρή οικονομική κατάσταση, έτσι και στη Κύπρο, οι αδέξιοι χειρισμοί, το έλλειμα στρατηγικής σκέψης, τα προσωπικά και κομματικά συμφέροντα, τα παιχνίδια εξουσίας, ο ανέξοδος πατριωτισμός και οι ιδεολογικές αγκυλώσεις, μας οδήγησαν στα σημερινά αδιέξοδα αναφορικά με το Εθνικό μας θέμα. Μόνο που αυτή τη φορά στην Ελλάδα, κάτω από την έκρηξη της λαϊκής οργής οι ευθύνες για την οικονομία θα αναζητηθούν και θα αποδοθούν όσο ψηλά κι αν βρίσκονται. Στη Κύπρο, θα γίνει κάτι με όσους οδήγησαν το Κυπριακό στη σημερινή αδιέξοδη κατάσταση;

*Υποστράτηγος ε.α. 


http://geopolitics-gr.blogspot.com