- Του Μανόλη Γ. Δρεττάκη
Τις βασικές αρχές της ιδρυτικής διακήρυξης του ΠΑΣΟΚ -της 3ης του Σεπτέμβρη για: «Εθνική Ανεξαρτησία - Λαϊκή Κυριαρχία - Κοινωνική Απελευθέρωση»- είχε αρχίσει να τις ξηλώνει ο ίδιος ο ιδρυτής του Κινήματος, πριν ακόμα από τις εκλογές του 1981, με τις οποίες το ΠΑΣΟΚ ανήλθε στην εξουσία με το 48% της λαϊκής ψήφου.
Συγκεκριμένα, τη θέση του Κινήματος εναντίον τής, τότε, ΕΟΚ, ουσιαστικά την εγκατέλειψε όταν, τον Ιούνιο του 1979, στην πρώτη συνεδρίαση της Βουλής για την κύρωση της συνθήκης για την ένταξη της χώρας ως πλήρους μέλους της ΕΟΚ, ο πρόεδρος του Κινήματος, αμέσως μετά την εισήγηση του τότε πρωθυπουργού, ζήτησε τον λόγο και ανακοίνωσε την αποχώρηση των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ από τη συζήτηση της συνθήκης.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση εφάρμοσε πλήρως τη συνθήκη. Και όχι μόνο την εφάρμοσε, αλλά και πρωτοστάτησε στην καθιέρωση των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων. Δυστυχώς, όμως, οι πόροι από τα Προγράμματα αυτά (όπως και οι πόροι από τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης) δεν αξιοποιήθηκαν από τον ίδιο και τον διάδοχό του στην κυβέρνηση, ούτε και από τις κυβερνήσεις της Ν.Δ. για τον πραγματικό εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας, αλλά κατασπαταλήθηκαν, με αποτέλεσμα να φτάσει η χώρα στο σημερινό αδιέξοδο.
Ακολούθησε η εγκατάλειψη της θέσης του ΠΑΣΟΚ «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», με τη συμμετοχή του προέδρου του ως πρωθυπουργού στην πρώτη συνεδρίαση των ηγετών των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ μετά τις εκλογές του 1981, στην οποία περιορίστηκε απλώς στους γνωστούς «αστερίσκους» στο ανακοινωθέν της Συμμαχίας.
Οι δύο αυτές υπαναχωρήσεις περιόρισαν σημαντικά την εθνική ανεξαρτησία, δηλαδή την πρώτη βασική αρχή του ΠΑΣΟΚ. Ο περιορισμός, όμως, της εθνικής ανεξαρτησίας συνεχίστηκε και με την πολιτική που ακολουθήθηκε στις σχέσεις μας με την Τουρκία (Ιμια, Μαδρίτη κ.λπ.).
Η δεύτερη από τις αρχές του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή η Λαϊκή Κυριαρχία, δέχτηκε θανάσιμο πλήγμα, με την ανατροπή της δέσμευσης του ΠΑΣΟΚ στην προεκλογική «Διακήρυξη Κυβερνητικής Πολιτικής» ότι «με την άνοδό του στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ θα καθιέρωνε την απλή αναλογική ως πάγιο σύστημα διεξαγωγής των εκλογών». Η δέσμευση αυτή διαγράφτηκε και υποκαταστάθηκε στις προγραμματικές δηλώσεις με υπόσχεση για καθιέρωση «συστήματος απλής αναλογικής». Η υπόσχεση αυτή «μεταφράστηκε» το 1985 με την καθιέρωση ενός καλπονοθευτικού εκλογικού συστήματος, χειρότερου από εκείνο της «ενισχυμένης αναλογικής» της Ν.Δ., με το οποίο το πρώτο κόμμα, κλέβοντας έδρες που ανήκουν -με βάση τη δύναμή τους στον λαό- στο δεύτερο, αλλά κυρίως στο τρίτο, τέταρτο και τα άλλα κόμματα, αποσπά μια κλεμμένη «αυτοδυναμία» και σχηματίζει κυβέρνηση. Το ίδιο αποτέλεσμα θα έχει το νέο εκλογικό σύστημα που προτείνει τώρα η κυβέρνηση.
Η τρίτη αρχή του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή η Κοινωνική Απελευθέρωση, ενώ άρχισε με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και την ένταξη ενός μεγάλου τμήματος του λαού που ήταν περιθωριοποιημένο ως ισότιμου μέλους της κοινωνίας, στη συνέχεια άρχισε το ξήλωμά της με: την καθιέρωση προγραμμάτων λιτότητας, την αύξηση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων, την υποταγή στο μεγάλο κεφάλαιο, την προνομιακή μεταχείριση των «εχόντων και κατεχόντων», την εκποίηση δημόσιας περιουσίας (και ιδιαίτερα κερδοφόρων επιχειρήσεων) κ.λπ.
Τελικά το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση τα περίπου 20 χρόνια που ήταν στην εξουσία μέχρι το 2004, ουσιαστικά όχι μόνο εφάρμοσε, αλλά υπερκέρασε με την πολιτική που ακολούθησε την πολιτική της Ν.Δ. Μετατράπηκε δηλαδή από κόμμα «αλλαγής» σε κόμμα «εναλλαγής» και αποτέλεσε και αποτελεί τον έναν από τους δύο πόλους του δικομματισμού, οι οποίοι με την πολιτική τους έφεραν τη χώρα στη δεινή θέση που βρίσκεται σήμερα, με τελευταίο «δράστη» την 5ετή διακυβένησή της από τη Ν.Δ.
Η σημερινή κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, έχοντας πλήρη γνώση πριν από τις εκλογές της κατάστασης στην οποία βρισκόταν η χώρα, αντί να λάβει δραστικά μέτρα μόλις πήρε ψήφο εμπιστοσύνης (ψήφιση φορολογικού νομοσχεδίου και εφαρμογή του από 1.1.2010, άμεση και ανηλεή πάταξη της φοροδιαφυγής, κατάρτιση και ψήφιση ενός ρεαλιστικού προϋπολογισμού του 2011 κ.λπ.), διόγκωσε το δημόσιο έλλειμμα με παροχές που είχε υποσχεθεί προεκλογικά, και με τη συμπερίληψη χρεών των νοσοκομείων (τα οποία τώρα ρυθμίζει με ομόλογα) κ.λπ. και, μετά τις ασυγχώρητες καθυστερήσεις, τα λάθη και τις ατυχείς δηλώσεις του πρωθυπουργού και του υπουργού Οικονομικών, αναγκάστηκε να υπογράψει και να ψηφίσει ως νόμο του κράτους το διαβόητο Μνημόνιο υποταγής στις εντολές της τρόικας, και κυρίως του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Το Μνημόνιο ήταν η χαριστική βολή στη Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη, δεδομένου ότι:
Συγκεκριμένα, τη θέση του Κινήματος εναντίον τής, τότε, ΕΟΚ, ουσιαστικά την εγκατέλειψε όταν, τον Ιούνιο του 1979, στην πρώτη συνεδρίαση της Βουλής για την κύρωση της συνθήκης για την ένταξη της χώρας ως πλήρους μέλους της ΕΟΚ, ο πρόεδρος του Κινήματος, αμέσως μετά την εισήγηση του τότε πρωθυπουργού, ζήτησε τον λόγο και ανακοίνωσε την αποχώρηση των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ από τη συζήτηση της συνθήκης.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση εφάρμοσε πλήρως τη συνθήκη. Και όχι μόνο την εφάρμοσε, αλλά και πρωτοστάτησε στην καθιέρωση των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων. Δυστυχώς, όμως, οι πόροι από τα Προγράμματα αυτά (όπως και οι πόροι από τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης) δεν αξιοποιήθηκαν από τον ίδιο και τον διάδοχό του στην κυβέρνηση, ούτε και από τις κυβερνήσεις της Ν.Δ. για τον πραγματικό εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας, αλλά κατασπαταλήθηκαν, με αποτέλεσμα να φτάσει η χώρα στο σημερινό αδιέξοδο.
Ακολούθησε η εγκατάλειψη της θέσης του ΠΑΣΟΚ «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», με τη συμμετοχή του προέδρου του ως πρωθυπουργού στην πρώτη συνεδρίαση των ηγετών των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ μετά τις εκλογές του 1981, στην οποία περιορίστηκε απλώς στους γνωστούς «αστερίσκους» στο ανακοινωθέν της Συμμαχίας.
Οι δύο αυτές υπαναχωρήσεις περιόρισαν σημαντικά την εθνική ανεξαρτησία, δηλαδή την πρώτη βασική αρχή του ΠΑΣΟΚ. Ο περιορισμός, όμως, της εθνικής ανεξαρτησίας συνεχίστηκε και με την πολιτική που ακολουθήθηκε στις σχέσεις μας με την Τουρκία (Ιμια, Μαδρίτη κ.λπ.).
Η δεύτερη από τις αρχές του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή η Λαϊκή Κυριαρχία, δέχτηκε θανάσιμο πλήγμα, με την ανατροπή της δέσμευσης του ΠΑΣΟΚ στην προεκλογική «Διακήρυξη Κυβερνητικής Πολιτικής» ότι «με την άνοδό του στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ θα καθιέρωνε την απλή αναλογική ως πάγιο σύστημα διεξαγωγής των εκλογών». Η δέσμευση αυτή διαγράφτηκε και υποκαταστάθηκε στις προγραμματικές δηλώσεις με υπόσχεση για καθιέρωση «συστήματος απλής αναλογικής». Η υπόσχεση αυτή «μεταφράστηκε» το 1985 με την καθιέρωση ενός καλπονοθευτικού εκλογικού συστήματος, χειρότερου από εκείνο της «ενισχυμένης αναλογικής» της Ν.Δ., με το οποίο το πρώτο κόμμα, κλέβοντας έδρες που ανήκουν -με βάση τη δύναμή τους στον λαό- στο δεύτερο, αλλά κυρίως στο τρίτο, τέταρτο και τα άλλα κόμματα, αποσπά μια κλεμμένη «αυτοδυναμία» και σχηματίζει κυβέρνηση. Το ίδιο αποτέλεσμα θα έχει το νέο εκλογικό σύστημα που προτείνει τώρα η κυβέρνηση.
Η τρίτη αρχή του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή η Κοινωνική Απελευθέρωση, ενώ άρχισε με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και την ένταξη ενός μεγάλου τμήματος του λαού που ήταν περιθωριοποιημένο ως ισότιμου μέλους της κοινωνίας, στη συνέχεια άρχισε το ξήλωμά της με: την καθιέρωση προγραμμάτων λιτότητας, την αύξηση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων, την υποταγή στο μεγάλο κεφάλαιο, την προνομιακή μεταχείριση των «εχόντων και κατεχόντων», την εκποίηση δημόσιας περιουσίας (και ιδιαίτερα κερδοφόρων επιχειρήσεων) κ.λπ.
Τελικά το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση τα περίπου 20 χρόνια που ήταν στην εξουσία μέχρι το 2004, ουσιαστικά όχι μόνο εφάρμοσε, αλλά υπερκέρασε με την πολιτική που ακολούθησε την πολιτική της Ν.Δ. Μετατράπηκε δηλαδή από κόμμα «αλλαγής» σε κόμμα «εναλλαγής» και αποτέλεσε και αποτελεί τον έναν από τους δύο πόλους του δικομματισμού, οι οποίοι με την πολιτική τους έφεραν τη χώρα στη δεινή θέση που βρίσκεται σήμερα, με τελευταίο «δράστη» την 5ετή διακυβένησή της από τη Ν.Δ.
Η σημερινή κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, έχοντας πλήρη γνώση πριν από τις εκλογές της κατάστασης στην οποία βρισκόταν η χώρα, αντί να λάβει δραστικά μέτρα μόλις πήρε ψήφο εμπιστοσύνης (ψήφιση φορολογικού νομοσχεδίου και εφαρμογή του από 1.1.2010, άμεση και ανηλεή πάταξη της φοροδιαφυγής, κατάρτιση και ψήφιση ενός ρεαλιστικού προϋπολογισμού του 2011 κ.λπ.), διόγκωσε το δημόσιο έλλειμμα με παροχές που είχε υποσχεθεί προεκλογικά, και με τη συμπερίληψη χρεών των νοσοκομείων (τα οποία τώρα ρυθμίζει με ομόλογα) κ.λπ. και, μετά τις ασυγχώρητες καθυστερήσεις, τα λάθη και τις ατυχείς δηλώσεις του πρωθυπουργού και του υπουργού Οικονομικών, αναγκάστηκε να υπογράψει και να ψηφίσει ως νόμο του κράτους το διαβόητο Μνημόνιο υποταγής στις εντολές της τρόικας, και κυρίως του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Το Μνημόνιο ήταν η χαριστική βολή στη Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη, δεδομένου ότι:
- Η Εθνική Ανεξαρτησία περιορίστηκε δραστικά, αφού η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να συμμορφώνεται όχι μόνο στα όσα περιλαμβάνονται στο Μνημόνιο, αλλά και στις οποίες «βελτιώσεις» του απαιτούν οι υπάλληλοι(!) της τρόικας. Επιπλέον η Αγκυρα, εκμεταλλευόμενη την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα, αυξάνει τις προκλήσεις της, τις οποίες η κυβέρνηση αντιμετωπίζει με μια «ήπια» πολιτική. Πολιτική που συμβάλλει στην αποθράσυνση της «συμμάχου» χώρας.
- Η Λαϊκή Κυριαρχία και το Σύνταγμα καταργήθηκαν ουσιαστικά, αφού η Βουλή των Ελλήνων, με τις ψήφους μόνο των κυβερνητικών βουλευτών, αναγκάστηκε να ψηφίσει το Μνημόνιο ως έχει (δηλαδή ως συνθήκη, και όχι με πλειοψηφία των 3/5 του συνόλου των βουλευτών, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα) και επιπλέον με νόμο εκχωρήθηκαν υπερεξουσίες στον πρωθυπουργό και στον υπουργό Οικονομικών, που παρακάμπτουν τη Βουλή.
- Η Κοινωνική Απελευθέρωση μετατράπηκε σε οικονομική και κοινωνική εξουθένωση της μεγάλης πλειονότητας του ελληνικού λαού με: τις περικοπές μισθών και συντάξεων, τη μεγάλη αύξηση των έμμεσων φόρων, την αύξηση της ανεργίας, το κλείσιμο χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων και, τελικά, την αύξηση των ήδη μεγάλων κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων.
Η φετινή, επομένως, επέτειος στις 3 Σεπτεμβρίου θα είναι, ουσιαστικά, ένα μνημόσυνο της νεκρής πλέον Διακήρυξης της 3ης του Σεπτέμβρη.
* Ο Μανόλης Γ. Δρεττάκης είναι πρώην: αντιπρόεδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ
* Ο Μανόλης Γ. Δρεττάκης είναι πρώην: αντιπρόεδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ