Tης Ελλης Τριανταφυλλου
Σύμφωνα με τη συνταγματική προσταγή, η πολιτική επιστράτευση ενεργοποιείται σε «αιφνίδια κατάσταση», η οποία απαιτεί τη λήψη άμεσων μέτρων «προς αντιμετώπιση αμυντικών αναγκών ή επείγουσας κοινωνικής ανάγκης από κάθε μορφής απειλούμενη φυσική καταστροφή ή ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία». Είναι προφανές από τον ορισμό της ότι η πρακτική αυτή θεωρείται το ύστατο μέσο σε περίοδο ειρήνης, το οποίο ενεργοποιείται μόνον όταν όλα τα προηγούμενα δεν έχουν αποδώσει τα αναμενόμενα.
Ηταν πράγματι αιφνιδιαστική η κατάσταση που διαμορφώθηκε ή οι συνθήκες που οδήγησαν τα πράγματα εδώ που έφτασαν; Αιφνιδιάστηκαν, άραγε, τα μέλη του συγκεκριμένου κλάδου από τη δρομολόγηση των αλλαγών στα του οίκου τους; Μήπως αιφνιδιάστηκε η κυβέρνηση από τη σφοδρότητα των αντιδράσεών τους ή από τις επιπτώσεις των κινητοποιήσεών τους στην αγορά και τον τουρισμό; Προφανώς κανένας από τους παραπάνω δεν βρέθηκε ξαφνικά και χωρίς να το περιμένει προ δυσαρέστου εκπλήξεως. Προφανώς η κυβέρνηση έκρινε την Τετάρτη ότι εξήντλησε τα περιθώρια διαλόγου, ότι πρόσφερε ό, τι δύναται στους απεργούς και ότι οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στην αγορά απαιτούν κινήσεις άμεσες και δυναμικές. Αλλωστε, έπρεπε να δοθεί και ένα μήνυμα προς τυχόν ενδιαφερομένους να ακολουθήσουν το παράδειγμα των ιδιοκτητών φορτηγών Δ. Χ. και βυτιοφόρων. Το Μαξίμου έδωσε την εντολή πολιτικής επιστράτευσης, η επιχείρηση ξεκίνησε και το δημόσιο αίσθημα ανακουφίστηκε προς στιγμήν. Μέχρι χθες το μεσημέρι, όμως, όπως επιβεβαίωναν όλοι οι καθ’ ύλην αρμόδιοι, η διαδικασία επίδοσης των φύλλων πορείας κυλούσε εξαιρετικά αργά, διότι οι νομαρχίες δεν διέθεταν επικαιροποιημένους καταλόγους με τα μέλη του κλάδου και, ως εκ τούτου, μέχρι αργά χθες το βράδυ και οι απεργοί που είχαν εκ του νόμου τεθεί ενώπιον των κοινωνικών τους ευθυνών ήταν ελάχιστοι.
Την ίδια ώρα, ο αρμόδιος υπουργός κ. Δημ. Ρέππας καλούσε σε νέα συνάντηση τους συνδικαλιστές εκπροσώπους του κλάδου, προσφέροντάς τους αυτά που εξ αρχής η κυβέρνηση γνώριζε ότι μπορούσε να τους προσφέρει και εκείνοι άκουγαν αυτά που επί μέρες προσπαθούσαν να τους κάνουν να ακούσουν οι κυβερνώντες. Θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί όλα τα παραπάνω; Μάλλον, ναι. Αν είχε επικρατήσει ο κοινός νους που αντιλαμβάνεται, ακόμη και αν δεν γνωρίζει σε βάθος το ζήτημα, ότι στη σημερινή εποχή των ορθάνοικτων οριζόντων δεν μπορούμε να συζητούμε για κλειστά επαγγέλματα και αν είχαν ειπωθεί τα πράγματα με σταράτες κουβέντες και στέρεα λόγια, τότε ίσως θα είχαμε αποφεύγει όλη αυτή την ταλαιπωρία και τις δυσβάστακτες συνέπειές της. Παρά ταύτα, κάτι έγινε. Και αυτά τα βήματα, έστω και άτσαλα ή δειλά, τα επικροτεί η συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας που δεν ανέχεται πλέον να εκβιάζεται από κάποιες κατηγορίες επαγγελματιών που διατηρούν προνόμια έναντι των υπολοίπων. Αυτό ισχύει, πέρα και πάνω από όλους, και για το πιο κλειστό όλων των επαγγελμάτων: Αυτό του πολιτικού, ο οποίος δεν μπορεί πια να λειτουργεί στην ασφάλεια της γυάλας. Θα περάσει και αυτός από το κρας τεστ που περνάει ολόκληρη η ελληνική κοινωνία καθημερινά. Θα αναμετρηθεί με τον εαυτό του, θα κονταροχτυπηθεί με το παρελθόν του και θα επαναπροσδιοριστεί, αν θέλει να πορευτεί μαζί με τους υπόλοιπους στο μέλλον. Οπως και με τους ιδιοκτήτες φορτηγών που ουσιαστικά ουδείς μπορεί να αναγκάσει να προσέλθουν στην εργασία τους -και ας τους έχει επιδοθεί φύλλο πορείας- έτσι δεν μπορεί κανένας να πείσει κανέναν για τίποτα, αν δεν διαθέτει συνείδηση της προσωπικής του ευθύνης. Και ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές αναφορές και την κομματική προέλευση ενός εκάστου, η σημερινή, πρωτόγνωρη συγκυρία απαιτεί από όλους να στέκονται με σοβαρότητα απέναντι στα προβλήματα και με τιμιότητα και ειλικρίνεια απέναντι στους πολίτες. Να αφήσουν στα συρτάρια τους πύρινους λόγους με τις αφοριστικές λογικές και τις επικοινωνιακές προσεγγίσεις και να τοποθετηθούν αφού μετρήσουν όλα τα δεδομένα και τις προοπτικές. Τότε θα αποκτήσει ενδιαφέρον ο δημόσιος διάλογος...
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ