Του Niall Ferguson
Καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαντ
The New York Times Book Review
Έχουν περάσει τρία χρόνια από τότε που η αποτυχία δύο κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου της Bear Stearns σηματοδότησε την απαρχή της μεγαλύτερης χρηματοπιστωτικής κρίσης από την «Μεγάλη Ύφεση» του 1929. Κατά την ημέρα γραφής, υπάρχουν δύο νομοσχέδια. Και τα δύο πακέτα μέτρων θυμίζουν την παλιά βρετανική σειρά «Ναι Υπουργέ», στην οποία ο ανίδεος πολιτικός Jim Hacker απαντούσε πάντα σε όλες τις κρίσεις ως εξής: «Κάτι πρέπει να γίνει. Αυτό είναι κάτι. Επομένως πρέπει να το κάνουμε». Όπως ισχυρίζεται ο Richard Posner στο «The Crisis of Capitalist Democracy», το Κογκρέσο βιάζεται να επινοήσει διορθωτικά μέτρα για μια κρίση που δεν έχουμε ακόμη κατανοήσει πλήρως.
Ο Posner είναι ένας άνθρωπος για όλες τις κρίσεις. Παρόλο που έγινε γνωστός ως ειδικός στο δίκαιο προστασίας του ανταγωνισμού, έγραψε εκτενώς για το θέμα της τρομοκρατίας και άλλων καταστροφικών απειλών υπό το φως των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου. Σύμφωνα με τον Posner, βιώνουμε μια δεύτερη μεγάλη ύφεση. Οι ρίζες της ύφεσης είναι η αποτυχία της νομισματικής πολιτικής, η αποτυχία της ρυθμιστικής εποπτείας και η αποτυχία των διανοούμενων (οι οικονομολόγοι ισχυρίζονταν ότι το πεφωτισμένο προσωπικό συμφέρον των τραπεζιτών και των μετόχων θα ήταν αρκετά για να αποτρέψουν μια τέτοια κρίση). Αφού ξεκίνησε η κρίση, τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα από το γεγονός ότι επετράπη στους αδερφούς Lehman να αποτύχουν.
Ευτυχώς, αλλεπάλληλες διοικήσεις απάντησαν με την ροή μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, μια Κεϋνσιανή λύση την οποία ο Posner εγκρίνει πλήρως. Δυστυχώς, όμως, το Κογκρέσο ξεκίνησε πρόωρα να νομοθετεί προκειμένου να αυξήσει την θέσπιση οικονομικών κανόνων, ξεχνώντας ότι «οτιδήποτε περιορίζει τα δικαιώματα των δανειστών τους οδηγεί στην αύξηση των επιτοκίων με αποτέλεσμα να μειώνεται η οικονομική δραστηριότητα».
Ο Posner ισχυρίζεται πως οι νομοθέτες, με το να κατευθύνουν τα πυρά τους προς τους τραπεζίτες, θέλουν να ξεχάσουμε ότι ανάμεσα στους «μεγάλους υπαίτιους για την παρούσα οικονομική κρίση», υπήρξαν και «κυβερνητικοί αξιωματούχοι». Παράλληλα, οι νέοι κανονισμοί που βρίσκονται υπό συζήτηση στο Κογκρέσο τείνουν να αυξήσουν την αβεβαιότητα στις αγορές. Επιπλέον, το ερώτημα είναι κατά πόσο οι ΗΠΑ μπορούν να τύχουν διοίκησης, εξού και ο τίτλος «The Crisis of Capitalist Democracy». Ο Posner διερωτάται «πώς η κυβέρνηση κατάφερε να απαλλαγεί από το φταίξιμο για την οικονομική κρίση». Ίσως, επειδή οι φίλοι του οι κευνσιανιστές έχουν απαράβλητα προβάλει την κυβέρνηση ως την λύση. Ο Posner καταλήγει ότι «φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις είναι ανώριμες εν αναμονή μιας αυστηρής έρευνας για τις αιτίες της κρίσης». Στη θέση των βιαστικά διατυπωμένων νομοθετικών μέτρων, θα ήθελε να δει μια επιτροπή παρόμοια με εκείνη για τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου προκειμένου να εντοπίσουν τις αιτίες της κρίσης.
Το βιβλίο γράφτηκε βιαστικά, και αυτό είναι φανερό. Χαρακτηριστικά ο Posner δεν έχει μόνο ένα, αλλά δύο ιστολόγια και μεγάλο μέρος του βιβλίου του είναι λες και αρχικά δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο. Όμως το πρόβλημα με τη χρήση των ιστολογίων είναι πως όσο περισσότερο τα χρησιμοποιείς, τόσο λιγότερο διαβάζεις. Δεδομένου ότι δεν είναι οικονομολόγος, ο Posner δεν έχει το περιθώριο να ακολουθεί τόσα πολλά συντόμια. Το αποτέλεσμα είναι ότι δημιουργούνται πολλές συγχύσεις.
Ο Posner το κάνει ξεκάθαρο ότι καταλαβαίνει τα ρίσκα που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ με την οικονομική κρίση του ιδιωτικού τομέα να μεταμοφώνεται σε κρίση του δημόσιου τομέα. «Ως μια οικονομική δύναμη ίσως ακολουθήσουμε τον δρόμο της βρετανικής αυτοκρατορίας», καταλήγει ο Posner. Πράγματι. Φαίνεται πως ο κριτής δεν έχει κατανοήσει ότι η παρακμή της βρετανικής αυτοκρατορίας και η άνοδος του Κεϋνσιανισμού προχώρησαν χέρι με χέρι.
Καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαντ
The New York Times Book Review
Έχουν περάσει τρία χρόνια από τότε που η αποτυχία δύο κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου της Bear Stearns σηματοδότησε την απαρχή της μεγαλύτερης χρηματοπιστωτικής κρίσης από την «Μεγάλη Ύφεση» του 1929. Κατά την ημέρα γραφής, υπάρχουν δύο νομοσχέδια. Και τα δύο πακέτα μέτρων θυμίζουν την παλιά βρετανική σειρά «Ναι Υπουργέ», στην οποία ο ανίδεος πολιτικός Jim Hacker απαντούσε πάντα σε όλες τις κρίσεις ως εξής: «Κάτι πρέπει να γίνει. Αυτό είναι κάτι. Επομένως πρέπει να το κάνουμε». Όπως ισχυρίζεται ο Richard Posner στο «The Crisis of Capitalist Democracy», το Κογκρέσο βιάζεται να επινοήσει διορθωτικά μέτρα για μια κρίση που δεν έχουμε ακόμη κατανοήσει πλήρως.
Ο Posner είναι ένας άνθρωπος για όλες τις κρίσεις. Παρόλο που έγινε γνωστός ως ειδικός στο δίκαιο προστασίας του ανταγωνισμού, έγραψε εκτενώς για το θέμα της τρομοκρατίας και άλλων καταστροφικών απειλών υπό το φως των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου. Σύμφωνα με τον Posner, βιώνουμε μια δεύτερη μεγάλη ύφεση. Οι ρίζες της ύφεσης είναι η αποτυχία της νομισματικής πολιτικής, η αποτυχία της ρυθμιστικής εποπτείας και η αποτυχία των διανοούμενων (οι οικονομολόγοι ισχυρίζονταν ότι το πεφωτισμένο προσωπικό συμφέρον των τραπεζιτών και των μετόχων θα ήταν αρκετά για να αποτρέψουν μια τέτοια κρίση). Αφού ξεκίνησε η κρίση, τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα από το γεγονός ότι επετράπη στους αδερφούς Lehman να αποτύχουν.
Ευτυχώς, αλλεπάλληλες διοικήσεις απάντησαν με την ροή μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, μια Κεϋνσιανή λύση την οποία ο Posner εγκρίνει πλήρως. Δυστυχώς, όμως, το Κογκρέσο ξεκίνησε πρόωρα να νομοθετεί προκειμένου να αυξήσει την θέσπιση οικονομικών κανόνων, ξεχνώντας ότι «οτιδήποτε περιορίζει τα δικαιώματα των δανειστών τους οδηγεί στην αύξηση των επιτοκίων με αποτέλεσμα να μειώνεται η οικονομική δραστηριότητα».
Ο Posner ισχυρίζεται πως οι νομοθέτες, με το να κατευθύνουν τα πυρά τους προς τους τραπεζίτες, θέλουν να ξεχάσουμε ότι ανάμεσα στους «μεγάλους υπαίτιους για την παρούσα οικονομική κρίση», υπήρξαν και «κυβερνητικοί αξιωματούχοι». Παράλληλα, οι νέοι κανονισμοί που βρίσκονται υπό συζήτηση στο Κογκρέσο τείνουν να αυξήσουν την αβεβαιότητα στις αγορές. Επιπλέον, το ερώτημα είναι κατά πόσο οι ΗΠΑ μπορούν να τύχουν διοίκησης, εξού και ο τίτλος «The Crisis of Capitalist Democracy». Ο Posner διερωτάται «πώς η κυβέρνηση κατάφερε να απαλλαγεί από το φταίξιμο για την οικονομική κρίση». Ίσως, επειδή οι φίλοι του οι κευνσιανιστές έχουν απαράβλητα προβάλει την κυβέρνηση ως την λύση. Ο Posner καταλήγει ότι «φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις είναι ανώριμες εν αναμονή μιας αυστηρής έρευνας για τις αιτίες της κρίσης». Στη θέση των βιαστικά διατυπωμένων νομοθετικών μέτρων, θα ήθελε να δει μια επιτροπή παρόμοια με εκείνη για τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου προκειμένου να εντοπίσουν τις αιτίες της κρίσης.
Το βιβλίο γράφτηκε βιαστικά, και αυτό είναι φανερό. Χαρακτηριστικά ο Posner δεν έχει μόνο ένα, αλλά δύο ιστολόγια και μεγάλο μέρος του βιβλίου του είναι λες και αρχικά δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο. Όμως το πρόβλημα με τη χρήση των ιστολογίων είναι πως όσο περισσότερο τα χρησιμοποιείς, τόσο λιγότερο διαβάζεις. Δεδομένου ότι δεν είναι οικονομολόγος, ο Posner δεν έχει το περιθώριο να ακολουθεί τόσα πολλά συντόμια. Το αποτέλεσμα είναι ότι δημιουργούνται πολλές συγχύσεις.
Ο Posner το κάνει ξεκάθαρο ότι καταλαβαίνει τα ρίσκα που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ με την οικονομική κρίση του ιδιωτικού τομέα να μεταμοφώνεται σε κρίση του δημόσιου τομέα. «Ως μια οικονομική δύναμη ίσως ακολουθήσουμε τον δρόμο της βρετανικής αυτοκρατορίας», καταλήγει ο Posner. Πράγματι. Φαίνεται πως ο κριτής δεν έχει κατανοήσει ότι η παρακμή της βρετανικής αυτοκρατορίας και η άνοδος του Κεϋνσιανισμού προχώρησαν χέρι με χέρι.