Σάββατο 15 Μαΐου 2010

Ο ΑΜΛΕΤ του Ντίνου Θεοτόκη


Κείμενο: ΠΕΤΡΟΣ ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ*   

Περί τα τέλη Απριλίου, η εφημερίδα ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ, ως προσφορά προς τους αναγνώστες της, μας χάρισε μια αρκούντως καλόγουστη έκδοση του Σαιξπηρικού ΑΜΛΕΤ σε μετάφραση Κωνσταντίνου Θεοτόκη.

Η έκδοση αυτή στηρίχτηκε στη μοναδική έως εκείνη τη στιγμή έκδοση της εν λόγω μετάφρασης: Γουίλλιαμ Σαίξπηρ, Ο Άμλετ, τραγωδία σε πέντε πράξεις, μεταφρασμένη από τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1977. Στο σημείωμα μάλιστα του επιμελητή της έκδοσης Γ. Π. Σαββίδη, παρέχονται και οι πληροφορίες για τον τρόπο εύρεσης και διάσωσης τόσο του Άμλετ όσο και του Βασιλιά Λήαρ.
Η μετάφραση του Άμλετ, πρωτοδημοσιεύτηκε δηλαδή 54 χρόνια ύστερα απ’ το θάνατο του Θεοτόκη (πέθανε στα 1923), ενώ τη μετάφραση του Βασιλιά Λήαρ (ο Θεοτόκης μεταφράζει Λήαρ το: Lear κι όχι Ληρ όπως έχει επικρατήσει) δεν είμαι βέβαιος ότι ο Γ. Π. Σαββίδης κατάφερε να την εκδώσει τελικά.
Ας πάμε λίγο πιο πίσω. Σε επιστολή του προς τον Στέφανο Πάργα, με ημερομηνία 21 Μαΐου 1919, ο Θεοτόκης γράφει: «Όσο για τις τραγωδίες του Shakespeare, ένας απ’ τους σκοπούς της ζωής μου ήταν να αφήσω στα Ελληνικά γράμματα ένα αληθινό μνημείο και είχα λάβει την απόφαση να μεταφράσω όλα τα έργα του μεγάλου ποιητή. Θα ημπορούσα να μεταφράζω τρία ή τέσσερα το χρόνο, ώστε το όλο έργο θα ήταν έτοιμο σε μια δεκαετία από σήμερα.» Κάποιος που έχει μεταφράσει έστω και ένα έργο του Σαίξπηρ, κάτι τέτοιο αν δεν το ομολογεί δημόσια το ‘χει τουλάχιστον στο πίσω μέρος του μυαλού.
Ο Θεοτόκης στο διάστημα 1910-1916, κατάφερε να μεταφράσει 5 Σαιξπηρικά έργα από τα 37 συνολικά. Αυτά ήταν όλα. Και καθόλου λίγα, θα έλεγα. Για δύο απ’ αυτά, τα είπαμε παραπάνω. Τα υπόλοιπα τρία όμως είχαν καλύτερη τύχη, με την έννοια ότι πρωτοεκδόθηκαν όσο ζούσε: Ο Οθέλλος το 1915, Η Τρικυμία το 1916 και ο Μακβέθ το 1923. Ύστερα βεβαίως από όχι λίγες εκδοτικές περιπέτειες. Ο Γ. Π. Σαββίδης, στην ανωτέρω μελέτη αναφέρεται στην ύπαρξη ανέκδοτων επιστολών του Θεοτόκη (2 προς τον εκδοτικό οίκο του Γεωργίου Φέξη και 31 προς τον εκδότη των αλεξανδρινών «Γραμμάτων» Στέφανο Πάργα) και στις οποίες θα μπορούσε να προστρέξει κανείς για λεπτομερέστερη ενημέρωση.
Όπως επίσης δεν είναι καθόλου βέβαιο αν κάποια απ’ αυτές τις μεταφράσεις είδε ποτέ τα φώτα της σκηνής. Είναι κρίμα. Η ζωντανή δημοτική γλώσσα του Θεοτόκη (εμπλουτισμένη βεβαίως με στοιχεία κερκυραϊκής ντοπιολαλιάς, αλλά μήπως ο Ρώτας –ο πρώτος και εγκυρότερος που κατάφερε να μεταφράσει όλα τα έργα του Σαίξπηρ- δεν καταφεύγει συχνά σε εκφράσεις, διανοήματα, λέξεις που παραπέμπουν άμεσα στη γλωσσική ενδοχώρα;), η χρησιμοποίηση του ενδεκασύλλαβου (μοναδικός και μοντέρνος για την εποχή του και, κυρίως, σε αντιδιαστολή με τον μονότονο, γραφικό, αθηνο-αστικό δεκαπεντασύλλαβο ή με τον εξεζητημένο δεκατρισύλλαβο του Πολυλά), κυρίως όμως η ζωντανή πιστότητα του Θεοτόκη, η αίσθηση της δραματοποίησης και η έντονη θεατρικότητα (που διαπερνά απ’ άκρη σ’ άκρη ακόμα και το πεζογραφικό του έργο), ο στέρεος ρεαλισμός του και η ριζοσπαστικότητά του στο επίπεδο των κοινωνικών ιδεών (αν μπείτε λιγάκι στον κόπο, επί παραδείγματι, να ρίξετε μια ματιά στη μετάφραση του Άμλετ, θα διαπιστώσετε σε ποιο σημείο διαπνέεται ο «δικός του» Άμλετ από ένα ουσιαστικό και βαθύ αίσθημα εναντίωσης απέναντι στον σφετεριστή βασιλέα θείο του Κλαύδιο, ενδεικτικό των γενικότερων κοινωνικο-πολιτικών απόψεων του μεταφραστή Θεοτόκη), όλα αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη σταθερή βάση μιας εντελώς διαφορετικής ανανεωτικής αντιμετώπισης των Σαιξπηρικών έργων για το νεοελληνικό μας θέατρο από το 1920 και ύστερα. Σήμερα είν’ αργά. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Θεοτόκης δεν μιλιέται πια. Σήμερα στο (υπό το φάσμα της χρεοκοπίας και της πτώχευσης) Ελλαδιστάν, Σαίξπηρ μεταφράζει ανερυθρίαστα ο κύριος Ερρίκος Μπελλιές. Και όχι μόνον μεταφράζει, αλλά και εκδίδεται από τους εγκυρότερους αθηναϊκούς εκδοτικούς οίκους και παίζεται από τους εγκυρότερους επιδοτούμενους τηλεοπτικοθρεμμένους ημι-περιφερόμενους σύγχρονους πρωταγωνιστάς!
Για να κατανοήσουμε, τέλος, την ιδιαίτερη αξία του μεταφραστή Θεοτόκη και το πόσο πρωτοπόρος υπήρξε, αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στις ήδη υπάρχουσες μεταφράσεις του Άμλετ στην ελληνική γλώσσα την εποχή που ο Θεοτόκης μετέφραζε:
1) Αμλέτος, Βασιλόπαις της Δανίας, Τραγωδία του Άγγλου Σαιξπήρου ενστίχως μεταφρασθείσα υπό Ιωάννου Ν. Περβάνογλου, Εν Αθήναις, Τύποις Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, 1858. (Μεταφράζει ο Περβάνογλου το γνωστότατο: “To be, or not to be, -that is the question:-“ το γνωστό, δηλαδή, «να ζει κανείς ή να μη ζει»: «Είναι ή μη, νυν τούτ’ έστι το ζήτημα») Κι ο Θεοτόκης: «Ή να ‘σαι ή να μην είσαι. Να το ζήτημα!» (Ακόμα και μεταγενέστερα. Ο Ρώτας μεταφράζει: «Να ‘ναι κανείς ή να μην είναι, -αυτό είν’ το ζήτημα». Κι ο Χειμωνάς: «Να ζεις. Να μη ζεις. Αυτή είναι η ερώτηση.»
2) Και βεβαίως, η εγκυρότατη για την εποχή της (όσον και ακαδημαϊκότατη) μετάφραση του Άγγελου Βλάχου: Σακεσπείρου, Αριστουργήματα, Κατ’ έμμετρον μετάφρασιν Άγγελου Βλάχου, Τεύχος Δεύτερον, Άμλετ, Εν Αθήναις, Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου 1905. (Ας μη σας κουράσω με παραθέματα).
3) Υπήρχε ακόμη η ανεκδιήγητη μετάφραση του Βικέλα (Πρώτη έκδοση στα 1880. Η τρίτη: Αμλέτος, Σαικσπείρου Δράματα, εμμέτρως μεταφρασθέντα εκ του αγγλικού υπό Δημητρίου Βικέλα, Εν Αθήναις, Εκδότης Γεώργιος Κασδόνης, 1897), για την οποία ο Φώτος Πολίτης γράφει: «Ο μονότονος δεκαπεντασύλλαβος… με τις αφάνταστες χασμωδίες, την περισσή του πλαδαρότητα και την γλώσσα του την ανάμικτη και την κακόζηλη, δεν είναι πια ανεκτός.» Ο ίδιος ο Ρώτας, αργότερα, γράφει: «… η μετάφραση (του Βικέλα) είναι σε κακό για το θέατρο δεκαπεντασύλλαβο, πλαδαρό στίχο.» Ο Σιδέρης, τέλος, (ο Γιάννης Σιδέρης) κάνει ανοιχτά λόγο για «εξευτελισμό …του εθνικού στίχου». Νομίζω, αρκούν αυτά.
4) Υπήρχε, τέλος, και η εγκυρότερη μετάφραση του Πολυλά (ο οποίος και συγγενέστερος με τον Θεοτόκη γλωσσικά και στιχουργικά). Αμλέτος, Τραγωδία Σαικσπείρου, Έμμετρος μετάφρασις (σε δεκατρισύλλαβο στίχο) Ιακώβου Πολυλά, με προλεγόμενα και κριτικάς σημειώσεις, Εν Αθήναις, Εκ του τυπογραφείου των αδερφών Περρή, 1889.
Ο Θεοτόκης άφησε πίσω του όλες αυτές τις μεταφράσεις και, σαν επιφανής εκπρόσωπος της εποχής του, καινοτόμησε. Επιμένω. Αν κάποια από τις μεταφράσεις του Θεοτόκη τύχαινε στην ώρα της να δει τα φώτα της σκηνής, θα ήταν εντελώς διαφορετική η προσέγγισή μας στον Σαίξπηρ από το 1920 κι ύστερα.
Ένα τυχαίο απόσπασμα για του λόγου το αληθές. Από την ΠΕΜΠΤΗ ΠΡΑΞΗ, ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ, όταν ο Άμλετ παίρνει στα χέρια του το κρανίο του Γιόρικ, του γελωτοποιού του πατέρα του, που ο νεκροθάφτης ξέθαψε ανοίγοντας το μνήμα της Οφίλιας. Δεν είναι ίσως το πλέον ενδεδειγμένο, αλλά είναι το αγαπημένο μου.
Μεταφράζει ο Θεοτόκης:
Ω, ο καημένος ο Υόρικ. Τον εγνώρισα Οράτιε,
ήταν άνθρωπος με μετέωρα χωρίς όρια, με εξαίρετη
φαντασία. Μ’ είχε σηκώσει στες πλάτες του χίλιες
φορές, και τώρα πως το αποστρέφεται, αυτό, η
φαντασία μου και πώς μου ανεβαίνει στο λαιμό
αναγούλια που το βλέπω. Εδώ εκρεμιόνταν αυτά τα
χείλη που τα φίλησα τόσο συχνά. Πού είναι τώρα τα
περγέλια σου, τα πηδήματά σου, τα τραγούδια σου,
οι αστραψιές της καλής όρεξής σου, που έκανε πάντα
να αλαλάζει όλο το τραπέζι; Ούτε μία τώρα για να
αναγελάσεις αυτό το χάσκισμά σου με ξεκλειδωμένη,
πες, σιαγονιά. Άμε τώρα στην κάμαρα της κυράς μου
κι ειπές της να βάφεται μ’ ένα δάχτυλο φκιασίδι. Σε
τέτοιες χάρες ως κι αυτή θα καταντήσει. Κάμε την με
τούτο να γελάσει. –Οράτιε…

Το αντίστοιχο, κατά Χειμωνά:
…Άμοιρε Γιόρικ
Οράτιε τον ήξερα. Τι χαρά ζωής που είχε
Ολόκληρος ένα ταξίδι μέσα στο όνειρο. Πόσες φορές
Με σήκωσε ψηλά με κάθισε στον ώμο του και τώρα να κρατάω
Στα χέρια μου αυτό το κούφιο ξερό πράμα
Που είναι ναι ο Γιόρικ. Ανακατώθηκε η καρδιά μου
Αυτήν την λίγη δροσιά της μνήμης μου
Την λέρωσε η αηδία. Εδώ ήταν τα χείλια του
Τα έχω φιλήσει ξανά και ξανά. Ακόμα αισθάνομαι το σάλιο τους
Στα δικά μου. Τι σου έκαναν τι έκανες τις ειρωνείες
Τον χορό τα τραγούδια σου. Τι γίναν οι κεραυνοί της χαράς
Που τους έριχνες και κάγχαζε ο κόσμος όλος, δεν μπορείς
Αυτό το αδρύ κόκκαλο που είναι πια το μάγουλό σου
Δεν μπορείς λίγο να το λυγίσεις για να φανεί
Ότι κι εσύ γελάς έτσι που έγινες
Έτσι όπως είσαι τώρα έτσι. Πήγαινε μπες στο δώμα
Της βασίλισσας και δείξ’ της πως ότι και να κάνει
Δεν θα γλυτώσει. Έτσι κι αυτή
Σαν κι εσένα θα χάσκει αδειασμένη, τρύπια. Καν’ την
Να γελάσει μ’ αυτό, αυτή είναι η δουλειά σου…

Προτού πάρουμε στα χέρια μας την εν λόγω μετάφραση, εμείς στο ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ είχαμε ανοίξει το κεφάλαιο: Ντίνος Θεοτόκης. Και, σύντομα, ευελπιστούμε θα ‘χουμε να πούμε πολύ περισσότερα.
(Τα στοιχεία που παραθέτω, άντλησα από το περιοδικό «πόρφυρας» 57-58, Κωνσταντίνος Θεοτόκης – αφιέρωμα, Απρίλης-Σεπτέμβρης 1991. Κι ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Δημήτρη Κονιδάρη γι αυτό.)
Σας ευχαριστώ.
*Είναι συγγραφέας - ηθοποιός.

http://www.corfupress.com