Α. Η κατάσταση
Η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη χρονιά κρίσης ύφεσης. Τα προβλήματα αντί να λύνονται συσσωρεύονται και αυξάνουν. Οι σπασμωδικές κινήσεις της κυβέρνησης δημιούργησαν συχνά συνθήκες πανικού. Η πολιτική της τροφοδοτεί ακόμα και τον κίνδυνο χρεωκοπίας της χώρας. Αυτή η εκτίμηση επιβεβαιώθηκε με τον χειρότερο τρόπο από τους κυβερνητικούς ερασιτεχνικούς χειρισμούς απέναντι στις απαιτήσεις της Φιλανδίας. Σε αυτές τις κάκιστες συνθήκες επείγει να γίνει μια έντιμη, δημόσια και επιστημονικά τεκμηριωμένη συζήτηση για το τι λύσεις έχει μπροστά της η Ελλάδα.
Επιλογές που παρουσιάζονται ως λύσεις
Η πρώτη επιλογή, είναι να συνεχίσει η χώρα ως έχει. Δηλαδή, να...
συνεχίσει μια πολιτική άγριας κατανομής εισοδημάτων και πλούτου σε βάρος των εργαζομένων και των συνταξιούχων, των δυναμικών επιχειρηματιών, υπέρ μιας χούφτας οικογενειών, τραπεζιτών και της διαπλοκής. Η πολιτική αυτή διασφαλίζει ότι θα πληρώνονται οι τοκογλύφοι, ενώ δίνει επάρκεια χρόνου στις ισχυρές δυνάμεις εντός της ΕΕ ώστε α) να διασφαλίσουν τα κέρδη τους και β) να επιλέξουν «εν ψυχρώ» και όχι κάτω από την πίεση των πραγμάτων εν γένει τις στρατηγικές τους και ειδικότερα έναντι της Ελλάδας.
Σε αυτή την πρώτη επιλογή η Ελλάδα δεν είναι υποκείμενο που επιλέγει και πράττει πολιτική, αλλά αντικείμενο πολιτικών επιλογών τρίτων. Κατά συνέπεια είναι μια κακή στρατηγικά επιλογή, η οποία όπως έχει ήδη αποδειχτεί δεν λύνει το πρόβλημα της κρίσης στη χώρα, αλλά αντίθετα το κάνει πιο σύνθετο, πιο πολύπλευρο και πιο εκτεταμένο. Στο τέλος δε, περιμένει με ανοικτές αγκαλιές η χρεωκοπία. Προηγούμενα, η Ελλάδα θα έχει χάσει δισεκατομμύρια, θα έχει ξεπουλήσει την περιουσία της, θα έχει απολέσει κυριαρχία και βαθμούς δημοκρατίας. Τέλος, αν συνεχίσει να εφαρμόζεται αυτή η πολιτική, η χώρα θα οδεύσει προς τον αυταρχισμό και τη βία. Ήδη με τον νόμο για τα ΑΕΙ καταργήθηκαν σειρά δημοκρατικών θεσμών και διαδικασιών εκεί όπου ο κριτικός διάλογος είναι το θεμέλιο των επιστημών.
Αυτή η «πρώτη λύση» έχει δύο εν δυνάμει βασικές παραλλαγές. Η πρώτη παραλλαγή αφορά τη μείωση των κρατικών δαπανών. Όπως έχουν δείξει οι τελευταίοι 20 μήνες, αυτή η μείωση δεν επικεντρώνεται σε πραγματικές σπατάλες, ενώ οδηγεί στα αντίστροφα του αναμενόμενου αποτελέσματα. Μειώνονται οι κρατικές δαπάνες και οι μισθοί, δηλαδή, μειώνεται η ζήτηση με αποτέλεσμα η οικονομία να συρρικνώνεται συνολικά. Υποτίθεται ότι αυτή η παραλλαγή της πρώτης λύσης περιορίζει τις δαπάνες του κράτους και αυξάνει την εμπιστοσύνη των δανειστών σε αυτό. Στην πραγματικότητα, όμως, εξαιτίας της ύφεσης που προκαλεί μια τέτοια επιλογή σε συνθήκες κρίσης, μειώνονται τα έσοδα του κράτους και αυξάνει ποσοστιαία υπερβολικά το κόστος πληρωμής των δανείων. Με αυτή την πολιτική, η χώρα εισέρχεται σε έναν φαύλο αρνητικό κύκλο που οδηγεί στον πάτο του βαρελιού.
Η άλλη παραλλαγή της «πρώτης λύσης» αφορά την αύξηση των φόρων. Όμως η κυβέρνηση, όπως και η αξιωματική αντιπολίτευση είναι αιχμάλωτοι του δόγματος της μείωσης της φορολογίας των μεγάλων επιχειρήσεων και της αύξηση της φορολόγησης των προσωπικών εισοδημάτων, ιδιαίτερα μέσω της αύξησης του ΦΠΑ και άλλων μεγεθών που δεν συνδέονται κατά κανόνα με τα πραγματικά εισοδήματα. Εξάλλου, προκειμένου να λειτουργήσει ένα τέτοιο σύστημα απαιτείται προηγούμενα να έχει κτυπηθεί η φοροδιαφυγή και ακόμα περισσότερο η φοροκλοπή. Δηλαδή, χρειάζεται ένα καλύτερο και ισχυρότερο δημόσιο. Σε συνθήκες κρίσης, η αύξηση των κερδών που υποτίθεται ότι προκαλεί ένα τέτοιο μέτρο, και κατόπιν των επενδύσεων δεν λειτουργεί. Όλες οι μελέτες παγκοσμίως έχουν δείξει ότι ούτε 50% των επιπλέον κερδών των επιχειρήσεων λόγο φοροαπαλλαγών δεν κατευθύνονται σε επενδύσεις ακόμα και υπό φυσιολογικές συνθήκες. Εξίσου προβληματικό είναι και το επιχείρημα ότι με μικρότερη φορολογία έρχονται επενδύσεις από το εξωτερικό. Η πείρα έχει δείξει ότι οι σοβαροί ξένοι επενδυτές επιθυμούν καλές υποδομές. Σταθερότητα στο πολιτικό περιβάλλον. Σαφή φορολογική νομολογία (έχει αλλάξει τα τελευταία 2 χρόνια ένδεκα φορές), καθώς και καλά εκπαιδευμένο προσωπικό.
Αυτή η «πρώτη λύση» έχει δύο εν δυνάμει βασικές παραλλαγές. Η πρώτη παραλλαγή αφορά τη μείωση των κρατικών δαπανών. Όπως έχουν δείξει οι τελευταίοι 20 μήνες, αυτή η μείωση δεν επικεντρώνεται σε πραγματικές σπατάλες, ενώ οδηγεί στα αντίστροφα του αναμενόμενου αποτελέσματα. Μειώνονται οι κρατικές δαπάνες και οι μισθοί, δηλαδή, μειώνεται η ζήτηση με αποτέλεσμα η οικονομία να συρρικνώνεται συνολικά. Υποτίθεται ότι αυτή η παραλλαγή της πρώτης λύσης περιορίζει τις δαπάνες του κράτους και αυξάνει την εμπιστοσύνη των δανειστών σε αυτό. Στην πραγματικότητα, όμως, εξαιτίας της ύφεσης που προκαλεί μια τέτοια επιλογή σε συνθήκες κρίσης, μειώνονται τα έσοδα του κράτους και αυξάνει ποσοστιαία υπερβολικά το κόστος πληρωμής των δανείων. Με αυτή την πολιτική, η χώρα εισέρχεται σε έναν φαύλο αρνητικό κύκλο που οδηγεί στον πάτο του βαρελιού.
Η άλλη παραλλαγή της «πρώτης λύσης» αφορά την αύξηση των φόρων. Όμως η κυβέρνηση, όπως και η αξιωματική αντιπολίτευση είναι αιχμάλωτοι του δόγματος της μείωσης της φορολογίας των μεγάλων επιχειρήσεων και της αύξηση της φορολόγησης των προσωπικών εισοδημάτων, ιδιαίτερα μέσω της αύξησης του ΦΠΑ και άλλων μεγεθών που δεν συνδέονται κατά κανόνα με τα πραγματικά εισοδήματα. Εξάλλου, προκειμένου να λειτουργήσει ένα τέτοιο σύστημα απαιτείται προηγούμενα να έχει κτυπηθεί η φοροδιαφυγή και ακόμα περισσότερο η φοροκλοπή. Δηλαδή, χρειάζεται ένα καλύτερο και ισχυρότερο δημόσιο. Σε συνθήκες κρίσης, η αύξηση των κερδών που υποτίθεται ότι προκαλεί ένα τέτοιο μέτρο, και κατόπιν των επενδύσεων δεν λειτουργεί. Όλες οι μελέτες παγκοσμίως έχουν δείξει ότι ούτε 50% των επιπλέον κερδών των επιχειρήσεων λόγο φοροαπαλλαγών δεν κατευθύνονται σε επενδύσεις ακόμα και υπό φυσιολογικές συνθήκες. Εξίσου προβληματικό είναι και το επιχείρημα ότι με μικρότερη φορολογία έρχονται επενδύσεις από το εξωτερικό. Η πείρα έχει δείξει ότι οι σοβαροί ξένοι επενδυτές επιθυμούν καλές υποδομές. Σταθερότητα στο πολιτικό περιβάλλον. Σαφή φορολογική νομολογία (έχει αλλάξει τα τελευταία 2 χρόνια ένδεκα φορές), καθώς και καλά εκπαιδευμένο προσωπικό.
Δεύτερη επιλογή: αποχώρηση από το Ευρώ
Από την πρώτη στιγμή που αποκαλύφθηκε η κρίση στην Ελλάδα, οι πλέον συντηρητικοί κύκλοι της Γερμανίας απαιτούσαν την με όλα τα μέσα έξοδο της Ελλάδας από το Ευρώ, ακόμα και με εξαναγκασμό. Αίτημα που διευκολύνεται με την αξιοποίηση σειράς κυβερνητικών επιπολαιοτήτων, όπως αυτών που καταγράφηκαν στην περίφημη παράγραφο εννιά των Συμπερασμάτων του Συμβουλίου Κορυφής τον φετινό Ιούλιο. Παραδόξως αυτή η θέση υιοθετείται από ορισμένους ως η πλέον συνεπής αντιμνημονιακή! Ουσιαστικά, οι τελευταίοι, αναπαράγουν αντεστραμμένο το νεοφιλελεύθερο δόγμα σύμφωνα με το οποίο αρχή και τέλος της πολιτικής είναι τα νομίσματα και οι συνακόλουθες νομισματικές πολιτικές. Επίσης, μια τέτοια πολιτική υποτιμά τη σημασία των θεσμών και παραιτείται εξαρχής από την πραγματική αξιοποίησή τους από μια Ελλάδα που οδεύει και την σπρώχνουν προς την καταστροφή. Τέτοια αξιοποίηση θα ήταν εάν η Ελλάδα οδηγούσε την Ένωση σε παράλυση, με μια πολιτική ανάλογη εκείνης της Γαλλίας το 1966 που έμεινε στην ιστορία ως «Η πολιτική της άδειας καρέκλας». Μπορεί σήμερα να μην υπόκεινται όλες οι πολιτικές στο βέτο, όπως τότε, αλλά η Ελλάδα πριν καν σκεφτεί να φύγει από κάπου θα πρέπει να δώσει τη μάχη με όλα τα θεσμικά μέσα που διαθέτει.
Μια άτακτη έξοδο της Ελλάδας από το Ευρώ με την κυριαρχία των σημερινών δυνάμεων θα σήμαινε ότι αυτές θα έβγαζαν όλα τα λεφτά στο εξωτερικό άμεσα και ότι το κόστος αποπληρωμής των δανείων θα πολλαπλασιαζόταν αυτόματα εξαιτίας του γεγονότος ότι ο δανεισμός είναι σε Ευρώ, ενώ θα καλείτο πάλι ο εργαζόμενος να πληρώσει το λογαριασμό. Έξοδος από το Ευρώ στις σημερινές συνθήκες θα σήμαινε άμεση χρεοκοπία της χώρας. Και εκείνος που θα την πληρώσει δεν θα είναι η λαμογιά, η διαπλοκή και οι τραπεζίτες Επίσης, οφείλει κανείς να λάβει υπόψη του, ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει επάρκεια παραγωγής, ιδιαίτερα σε τρόφιμα ώστε να μπορεί να αντέξει τον αποκλεισμό της στην πρώτη περίοδο από τις διεθνείς αγορές.
Ως προς την έξοδο από το Ευρώ, υπάρχουν, δύο ακόμα παραλλαγές. Η πρώτη ζητά να φύγει η Γερμανία από το Ευρώ. Σύμφωνα, με παραλλαγή αυτής της «πρότασης», μπορεί να φτιαχτεί μια ζώνη ενιαίου νομίσματος από τις πλούσιες χώρες του Βορρά, χωρίς τη συμμετοχή κρατών όπως είναι η Ελλάδα. Η άλλη συμπληρωματική παραλλαγή είναι η «προσωρινή» έξοδος της Ελλάδας από το Ευρώ. Τα προβλήματα που θα προκύψουν σε μια τέτοια περίπτωση θα είναι εξίσου σημαντικά με εκείνα «της μόνιμης εξόδου», απλά πολιτικά αφήνονται περισσότερα περιθώρια χειρισμών, ιδιαίτερα επικοινωνιακά.
Μια άτακτη έξοδο της Ελλάδας από το Ευρώ με την κυριαρχία των σημερινών δυνάμεων θα σήμαινε ότι αυτές θα έβγαζαν όλα τα λεφτά στο εξωτερικό άμεσα και ότι το κόστος αποπληρωμής των δανείων θα πολλαπλασιαζόταν αυτόματα εξαιτίας του γεγονότος ότι ο δανεισμός είναι σε Ευρώ, ενώ θα καλείτο πάλι ο εργαζόμενος να πληρώσει το λογαριασμό. Έξοδος από το Ευρώ στις σημερινές συνθήκες θα σήμαινε άμεση χρεοκοπία της χώρας. Και εκείνος που θα την πληρώσει δεν θα είναι η λαμογιά, η διαπλοκή και οι τραπεζίτες Επίσης, οφείλει κανείς να λάβει υπόψη του, ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει επάρκεια παραγωγής, ιδιαίτερα σε τρόφιμα ώστε να μπορεί να αντέξει τον αποκλεισμό της στην πρώτη περίοδο από τις διεθνείς αγορές.
Ως προς την έξοδο από το Ευρώ, υπάρχουν, δύο ακόμα παραλλαγές. Η πρώτη ζητά να φύγει η Γερμανία από το Ευρώ. Σύμφωνα, με παραλλαγή αυτής της «πρότασης», μπορεί να φτιαχτεί μια ζώνη ενιαίου νομίσματος από τις πλούσιες χώρες του Βορρά, χωρίς τη συμμετοχή κρατών όπως είναι η Ελλάδα. Η άλλη συμπληρωματική παραλλαγή είναι η «προσωρινή» έξοδος της Ελλάδας από το Ευρώ. Τα προβλήματα που θα προκύψουν σε μια τέτοια περίπτωση θα είναι εξίσου σημαντικά με εκείνα «της μόνιμης εξόδου», απλά πολιτικά αφήνονται περισσότερα περιθώρια χειρισμών, ιδιαίτερα επικοινωνιακά.
Η τρίτη λύση: αλλαγές στην ΕΕ
Η τρίτη και σημαντικότερη, αλλά από μόνη της ασφαλώς και δεν αρκεί, είναι η δημοκρατική και κοινωνικά δίκαιη μετεξέλιξη της ΕΕ σε μια πορεία μεταλλαγής της σε κοινωνική-δημοκρατική ευρωπαϊκή Πολιτεία / Ομοσπονδία. Η πιο πάνω λύση βέβαια, έχει πολύ δρόμο, αν αυτός θα υπάρχει ακόμα. Υπάρχει όμως ένα θεμελιακό πρόβλημα χρόνου. Τόσο αυτή η τρίτη λύση, όσο και η τέταρτη χρειάζονται πολύ χρόνο για να υλοποιηθούν. Η διαφορά είναι ότι η Τρίτη λύση εξαρτάται από την θέληση και ομοφωνία όλων των κρατών-μελών της ΕΕ, ενώ η τέταρτη είναι δική μας εσωτερική υπόθεση.
Η θεμελιακή λύση
Η τέταρτη λύση –που μπορεί να αξιοποιήσει στοιχεία (πραγματικά ή διαπραγματευτικά) από τις προηγούμενες είναι δική μας εσωτερική υπόθεση. Σύμφωνα με αυτήν, η χώρα έχει ανάγκη μιας διαφορετικής πολιτικής, ιδιαίτερα σε τρία πεδία. Πρώτον, να αλλάξει τον τρόπο που διαπραγματεύεται, να αρχίσει, δηλαδή, να διαπραγματεύεται. Δεύτερον να ανοίξει και άλλες πηγές χρηματοδότησης της χώρας, επενδύσεων και δανείων. Τρίτον και κυριότερο, η πολιτική να γίνει δημοκρατική με τρόπο που να αλλάξει την ατμόσφαιρα στην ίδια την κοινωνία. Να είναι κοινωνικά δίκαιη, για να κινητοποιήσει τους ίδιους τους εργαζομένους και τους δημιουργικούς επιχειρηματίες (ο άνθρωπος είναι η κύρια παραγωγική δύναμη). Προκειμένου να είναι δίκαιη, θα πρέπει να αλλάξει ο εχθρός. Ο εχθρός δεν είναι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, ο έντιμος επιχειρηματίας, αλλά η λαμογιά, η διαπλοκή και εκείνοι που κατακλέβουν το δημόσιο και τις ίδιες τις επιχειρήσεις τους. Αυτό το τρίπτυχο για να υλοποιηθεί πρέπει να στηριχθεί, και αυτό είναι το κρίσιμο οικονομικά σημείο σε μια ανατροπή της ανακατανομής εισοδήματος και πλούτου που γίνεται στην περίοδο της κρίσης. Θα πρέπει οι πλούσιοι να σταματήσουν να γίνονται πλουσιότεροι. Να αυξηθεί η λαϊκή κατανάλωση και οι δημόσιες επενδύσεις. Μόνο έτσι θα σταματήσει η ανατροφοδότηση της ύφεσης και θα υπάρξει το θετικό σοκ προκειμένου να μπει μπρος η αναπτυξιακή μηχανή.