Κώστας Χατζηαντωνίου
Ζούμε εδώ και χρόνια το αργό και επώδυνο τέλος μιας εποχής. Μιας εποχής που τελειώνει μέσα στην αισθητική καθίζηση, την ηθική απαξίωση και τη διεθνή χλεύη. Η περιστολή της εθνικής μας κυριαρχίας, φαίνεται πως θα είναι η τελευταία πράξη αυτού του δράματος που άρχισε με μια εθνική τραγωδία, εξελίχθηκε σε φαρσοκωμωδία και απειλεί να τελειώσει και πάλι με εθνική τραγωδία.
Πώς φτάσαμε, αλήθεια, τέσσερις δεκαετίες μετά από εκείνη την άκριτη ίσως αλλά βάσιμη αισιοδοξία που γεννούσε η δημοκρατική απελευθέρωση του 1974, σε αυτή την κατάντια, όταν είναι γενικά αποδεκτό ότι ζήσαμε μια πρωτόγνωρη στη νεώτερη ιστορία μας περίοδο δημοκρατικής ομαλότητας και μαζικής ευημερίας;
Φτάσαμε διότι αργήσαμε να αντιληφθούμε ότι η εποχή της Μεταπολίτευσης είχε και κάτι ακέραια αρνητικό, κάτι που εν τέλει υπονόμευσε και οσονούπω θα ανατινάξει τους επίχρυσους ντενεκέδες με τους οποίους καλύψαμε τα χαλάσματα του ρημαγμένου μας πατρικού.
Αν κάτι κυρίαρχα χαρακτήρισε τη μεταπολιτευτική ζωή, αυτό ήταν η έλλειψη οποιουδήποτε γνήσιου εσωτερικού συνεκτικού δεσμού. Ήταν αυτή η έλλειψη που άνοιξε το δρόμο στη λογική του «όλα επιτρέπονται», υπό τη δωρική σκέπη του Γηραιού Καραμανλή στην αρχή της, υπό την εμπνευσμένη απάτη του Ανδρέα Παπανδρέου στη συνέχεια, για να «δοξαστεί» τις ημέρες της χρηματιστηριακής και ενημερωτικής έκρηξης, πριν καταλήξουμε στην εσχάτη ευτέλεια: να κυβερνώμεθα τα τελευταία χρόνια από νοητικά υστερούντες επιγόνους, πέριξ των οποίων κωμικοτραγικές φιγούρες και αδίστακτα υποκείμενα έπραξαν ή παρέλειψαν ό, τι μπορούσαν για να μας παραδώσουν δεμένους χεροπόδαρα στη διεθνή τοκογλυφία.
Η έλλειψη αυτή δεν προέκυψε τυχαία. Αποτελεί σύμπτωμα μακροχρόνιας ασθένειας που δεν αρχίζει φυσικά το 1974, με την εκκίνηση της Μεταπολίτευσης. Αρκεί να περάσουμε απλώς από το εξωτερικό, το επιπόλαιο επίπεδο των φαινομένων και να εισέλθουμε στο καίριο πεδίο του στοχασμού και της ιστορικής επισκόπησης, για να αντιληφθούμε πως το 1974 απλώς σημειώθηκε (διά της περιβόητης «αλλαγής φρουράς» και της εγκατάλειψης της Κύπρου) η καθολική μετάσταση μιας χρόνιας κακοήθειας. Από τότε που απωλέσθηκε η αιτία υπάρξεως του Νέου Ελληνισμού, το 1922 στο λιμάνι της Σμύρνης, η ελλαδική ζωή περιορίστηκε είτε σε ηθικιστικές ασυναρτησίες (αυτός ήταν ο θρίαμβος της «μικράς και έντιμης Ελλάδος») είτε σε διεθνιστικές ονειρώξεις (με πρωτεύον το όραμα της θεολογίας της προόδου). Η ηρωική προσπάθεια ανασύνταξης που ανέλαβε η γενιά του Τριάντα κατέρρευσε μέσα στις φωτιές του εμφυλίου πολέμου. Οι καλύτεροι των δύο πλευρών χάθηκαν, έμειναν ανάπηροι ή κατέστησαν εγκάθειρκτοι για χρόνια, ψυχές μαραγκιασμένες διά βίου. Απέμειναν οι άθλιες ηγεσίες, νικητών και ηττημένων, να στήσουν τα εμπορεία τους στη μεταπολεμική αγορά. Η φάρσα του 1967 (κορύφωση της εθνικόφρονος ρητορείας) εξελίχθηκε σε τραγωδία και η δημοκρατία που γεννήθηκε χάρη σε αυτή την τραγωδία έφτασε στην κατάντια να χορεύει και να αγκαλιάζεται με τους μακελάρηδες της Κύπρου. Παχυδερμία τάχα ή μήπως ευγνωμοσύνη γι’ αυτούς που της άνοιξαν το δρόμο;
Σαράντα χρόνια τώρα (όσα κι ο προηγούμενος κύκλος, μια τεσσαρακονταετία κυριαρχίας της αυταρχικής εθνοκάπηλης Δεξιάς- από το 1935), η Αριστερά χειρίστηκε και διαχειρίστηκε τις τύχες του τόπου. Δεν έχει σημασία αν κυβέρνησε ως πραγματική Αριστερά. Σημασία έχει ότι οι Αριστεροί κυβερνούσαν. Αυτοί είχαν την πλήρη ιδεολογική ηγεμονία, αυτοί ήλεγχαν όλους τους αστικούς καθεστωτικούς μηχανισμούς, ειδικά στο χώρο επηρεασμού της κοινής γνώμης. Σχολεία, πανεπιστήμια, μέσα ενημέρωσης (ακόμη και της Δεξιάς!), γράμματα, τέχνες, επιστήμες. Πίσω από μια αριστερή ρητορεία που δόξαζε υποκριτικά το λαό (όπως οι κοτζαμπάσηδες που ήθελαν καθολική ψηφοφορία για τις συνελεύσεις της Επανάστασης επειδή είχαν σίγουρη την ψήφο των «πελατών» τους) η αρρώστια προχωρούσε: Κανένας υπερατομικός σκοπός, καμία πίστη σε κάτι ιερό και απαραβίαστο, καμία ανιδιοτέλεια. Απλώς φθόνος και μνησικακία. Εκδίκηση για την ήττα του 1949 και τις επακόλουθες διώξεις. Κι ας γίνουν όλα ρημαδιό. Και να που έγιναν. Κι όπως μέσα στη χλεύη και την ευτέλεια τελείωσε το 1974 η εθνικοφροσύνη της Δεξιάς, τελειώνει σαράντα χρόνια αργότερα και ο προοδευτισμός της Αριστεράς.
Βέβαια, η αποκοπή από την εθνική και θρησκευτική μας Παράδοση που πρότεινε κάποιους κανόνες ζωής και προσδιόριζε το ήθος μιας ομοψυχίας, δεν συντελέστηκε μόνο με ευθύνη της Αριστεράς. Πολύ συχνά τον τόνο της αποδόμησης και του οίστρου της ακολασίας τον έδινε η Δεξιά. Όπως ακριβώς ήθελε ο εκ Σερρών αναμορφωτής της, στον οποίο ομνύουν πάντα οι εθνικόφρονες, παλαιάς ή νέας κοπής, τραμπούκοι της ΟΝΝΕΔ ή φιλελεύθεροι ιδεολόγοι, όπως, καλή ώρα, η νέα τους ηγεσία που σεμνύνεται ότι αποτελεί πολιτικό τέκνο του Ευάγγελου Αβέρωφ, δηλαδή του αρχιτέκτονα της Ζυρίχης (1959) και θεωρητικού της εγκατάλειψης της Κύπρου (1974). Ή, όπως κάποιοι άλλοι που εκφωνούν δεκάρικους για τους αρχαίους ημών προγόνους αλλά δεν έχουν οι δυστυχείς ιδέα για τη διάνοια και την αισθητική εκείνων των σπουδαίων ανθρώπων που κάτι περισσότερο από τηλεμάρκετιγκ άξιζαν. Πώς να καταλάβουν όλοι αυτοί οι δήθεν «συντηρητικοί» ότι όταν ο σεβασμός στις αξίες της Παράδοσης γίνεται μηχανικός, ρητορικός ή και απλή συνήθεια, ένα λαϊκό ετήσιο πανηγύρι ή ένα καθημερινό φτηνό τηλεοπτικό θέαμα, η κοινή πίστη δεν θα αργήσει να εκμετρήσει το ζην; Πως όταν ο συλλογικός μας βίος γίνεται ιλαροτραγωδία που ξετυλίγεται πότε με εξάρσεις αυταρέσκειας και πότε με καταβυθίσεις αυτοκαταδίκης, η συμβίωση θα καταστεί αβίωτη και το εγώ άρρωστα αδηφάγο;
Οι άνθρωποι δεν συνδέονται απλώς επειδή συμβιώνουν. Συνδέονται όταν αισθάνονται ότι υπηρετούν μια κοινή υπόθεση. Και οι Έλληνες μετά το 1974 δεν πιστεύουν ότι τους συνέχει μια αλληλεγγύη πέρα από ατομικές θελήσεις ή κοινές αντιπάθειες – εκτός βέβαια από την αλληλεγγύη εκείνη που γεννά η ένοχη ματιά μεταξύ των πλιατσικολόγων την ώρα της «δουλειάς». Τι συνέβη λοιπόν πραγματικά το 1974; Ο Έλληνας της Μεταπολίτευσης, τον οποίο όλοι βρίζουμε, ένιωσε πως βρίσκεται μόνος, σε έναν κόσμο ξένο και πρόσκαιρο αλλά και με γοητεία αβάσταχτη, με πλούτο προκλητικό τριγύρω, που σε καλούσε να απλώσεις το χέρι και να τον κερδίσεις γρήγορα και άκοπα. Αν τα κατάφερνες, σε περίμενε η δόξα, ο έπαινος μιας κοινωνίας που κρίνει τον άνθρωπο με βάση τον τύπο του αυτοκινήτου που οδηγεί. Στη χειρότερη περίπτωση σε ανέμενε ο φθόνος, όσων απλώς δεν συμμετείχαν στην καταλήστευση.
Υπήρχαν βέβαια καθ’ όλη αυτή την περίοδο και δυνάμεις και πρόσωπα που κήρυσσαν την αντίσταση στη γενική διαφθορά προβάλλοντας την αρράγιστη λογική του εκσυγχρονισμού. Φυσικότατα απέτυχαν. Διότι η αρράγιστη λογική δεν πείθει τις μάζες κι ούτε συνεγείρει συνειδήσεις απλώς το γίνουμε σύγχρονη κοινωνία αν λείπει το «προς τι». Καμιά λογική δεν στρατεύει τις συνειδήσεις σε μια επαγγελία που βιολογικά και χρονικά τις υπερβαίνει. Ουδείς θυσιάζεται για ένα παράδεισο που δεν θα ζήσει αν δεν τον συνεπάρει ένα όραμα που θα πυροδοτήσει το αίσθημα της αυτοθυσίας. Χωρίς αυτό το όραμα, μόνος υπαρκτός παράδεισος μένει ο κόσμος του «ό, τι φάμε, ό, τι πιούμε κι ό, τι αρπάξουμε». Αυτό που είναι δηλαδή το ιδανικό της κοινωνίας της αφθονίας: Το πλουσιότερο παχνί.
Δεν μπορεί ασφαλώς να αγνοήσει κανείς ότι οι άνθρωποι έχουν καθημερινές πρακτικές ανάγκες. Εδώ ακριβώς αναπότρεπτα αλλά και λίγο πονηρά προβάλλεται σήμερα από τους αυτουργούς της καταστροφής το ερώτημα: Και τώρα τι κάνουμε; Να πτωχεύσει η χώρα; Η απάντηση σε αυτό το υπαρκτό δίλημμα δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι τέτοια που να επιτρέπει στους ανθρώπους της Μεταπολίτευσης να εμφανίζονται ως η μόνη ρεαλιστική δυνατότητα. Δεν είναι πράξη αντίστασης να ζητούμε διεθνώς αυτό που κάναμε τα χρόνια της μεταπολιτευτικής κουτοπονηριάς: να «ρυθμίζουμε» τα χρέη που δεν πληρώνουμε εις υγείαν των κορόιδων που καταβάλλουν φόρους, εισφορές και δόσεις. Δεν συνιστά λύση αξιοπρεπή να μην πληρώνει κανείς όσα εθελουσίως δανείζεται. Είναι μια συνέχιση της μεταπολιτευτικής μας ευτέλειας και μάλιστα απόπειρα να την ντύσουμε με επικό, τάχα αντιστασιακό στυλ.
Πρέπει λοιπόν να το αναγνωρίσουμε. Ναι, απαιτούνται εδώ που φτάσαμε θυσίες. Αλλά η γενιά που οδήγησε την Ελλάδα σε αυτή την κατάντια δεν μπορεί, δεν έχει το ηθικό ανάστημα να ζητήσει θυσίες για να ξεπεραστεί η κρίση. Η μοιραία αυτή γενιά, η γενιά του 1970 (στην πολιτική, στην οικονομία, στα γράμματα) πρέπει το ταχύτερο να μας απαλλάξει από την παρουσία της, πρέπει να πεθάνει. Με κάθε τρόπο. Αρκετά μας στέρησε από τις βρύσες της ζωής, αρκετά πηγάδια ζωής επιχωμάτωσε ή βοθροποίησε. Καμιά σωτηρία δεν μπορεί να προσφέρει αυτή η γενιά. Είναι ανίκανη για οποιαδήποτε ευφυή επινόηση. Στερείται κάθε ταλέντου. Καμιά αξιοθρήνητη εξιδανίκευση των μέτρων εξόδου από την κρίση δεν μπορεί να ανασκευάσει την βαθιά ψυχική παραμόρφωση αυτής της γενιάς. Γι’ αυτό και τα όποια μέτρα λαμβάνει είναι αναποτελεσματικά. Διότι όλοι αντιλαμβάνονται ότι δεν έχουν στόχο τη σωτηρία της πατρίδας αλλά τη σωτηρία των ατομικών και ταξικών συμφερόντων αυτής της γενιάς.
Εδώ ακριβώς θα μπορούσε να προβληθεί βέβαια η καλόπιστη αντίρρηση: Υπάρχει κάποια άλλη έτοιμη συνταγή εθνικής σωτηρίας; Θα ήταν κωμικό να το υποστήριζε κανείς αυτό. Η μία και μόνη ελπίδα που υπάρχει, είναι να εμφανιστεί μια νέα γενιά με κοινή συναίσθηση ενός ιστορικού χρέους. Με πίστη στις δημιουργικές δυνάμεις του ελληνικού λαού αλλά και αυστηρή στις μικρές και μεγάλες κατεργαριές του δήθεν αθώου, βασανισμένου λαϊκού ανθρώπου. Με στοχασμό ελληνικό –σφραγίδα εντυπωμένη στο νου και στη συνείδηση που θα έχει για τον κόσμο– αλλά και γνώση πως αυτός ο κόσμος αλλάζει ορμητικά, ακατάσχετα, και η Ελλάδα δεν μπορεί να μένει καθηλωμένη στα σχήματα της Μεταπολίτευσης ή στα κρησφύγετα της ρωμέικης αυταρέσκειας που πάντα σε κάποιον άλλο ρίχνει την ευθύνη για τα δικά μας σφάλματα.
Η γενιά αυτή δεν θα συνασπιστεί για να θορυβήσει όπως κάνουν διάφοροι γραφικοί ψευδο- ελληνοκεντρικοί ή κατ’ επάγγελμα καταστροφολόγοι που απαξιώνουν το έπος του Νέου Ελληνισμού. Θα αισθάνεται δέος για τη στράτευσή της και δεν θα έχει χρόνο για πλάκα, ατάκες και τηλεοπτικά σώου. Θα της αρκεί η στράτευσή της. Αυτή θα την θερμαίνει, αυτή θα την ενθουσιάζει. Η ελληνική ζωή με μια τέτοια γενιά θα αποκτήσει ξανά ένα σκοπό υπαγορευμένο από τη δύναμη των πραγμάτων. Κι ένας σκοπός, όταν μάλιστα είναι κοινός, σου υπόσχεται μια δικαίωση, αδιάφορο αν τον πετύχεις ή όχι. Αρκεί που αγωνίστηκες. Μπορεί μια μάχη να μη την κερδίσεις, φτάνει όμως που υπήρξες πολεμιστής. Που έβγαλες –εν προκειμένω– το κεφάλι από το δύσοσμο βόθρο της Μεταπολίτευσης και ανάσανες ελεύθερα. Ανταμοιβή μεγαλύτερη δεν υπάρχει.
Είναι καιρός λοιπόν να τελειώνουμε με τη Μεταπολίτευση και να γυρίσουμε πίσω, στον Ιούλιο του 1974. Από εκεί να αρχίσουμε ξανά για να ξαναχτίσουμε μια δημοκρατία γνήσια και νόμιμη, όχι προσχηματική, όχι αυθαίρετη. Με θεμέλια στέρεα και βαθιά στη γη μας αλλά και ανοιχτούς ορίζοντες στην οικουμένη. Με την ανεξόφλητη οφειλή μας προς την Κύπρο (Πηγή της μεταπολιτευτικής μας ελευθερίας), ως πρώτο χρέος, να οικοδομήσουμε μια νέα εξωτερική πολιτική με γνώση ποιος είναι ο διαρκής ιστορικός μας εχθρός. Με μια νέα αποχουντοποίηση στο εσωτερικό: Αυτή τη φορά εναντίον όσων κυβέρνησαν μετά το 1974 και οδήγησαν τη χώρα μας στη χρεωκοπία και την ηθική εξαθλίωση. Με ένα νέο Σύνταγμα ακέραια δημοκρατικό, με εκκαθάριση του κομματικού συστήματος. Προτάσεις θα υπάρξουν πολλές σε αυτή τη νέα Συντακτική διαδικασία. Ας ξεκινήσουμε από εδώ με μία: Να στερηθούν του δικαιώματος του εκλέγεσθαι όλοι όσοι διατέλεσαν βουλευτές μετά το 1974. Θα είναι η ελάχιστη ποινή για όσους υπηρέτησαν ενσυνείδητα τις καταστροφικές κυβερνήσεις αυτής της τεσσαρακονταετίας και παραμένουν, όπως όλοι βλέπουμε, αμετανόητοι. Ίσως έτσι περιοριστεί η καταστροφή στο ηθικό και το οικονομικό πεδίο. Διότι σε κάθε άλλη περίπτωση, αν η Μεταπολίτευση τελειώσει, όπως άρχισε, με μια εθνική καταστροφή, τότε η επανεκκίνηση δεν θα γίνει από το 1974. Θα γίνει από το 1922. Με όλες τις αναλογίες. Και ας έλθουν μετά από έναν αιώνα οι επίγονοι όσων τιμωρηθούν να διαμαρτύρονται για την διαδικασία, όπως τολμούν εσχάτως οι ιδεολογικοί κληρονόμοι του μικροελλαδισμού.
πηγή: antifono.gr (παραχώρηση από το περιοδικό manifesto τεύχος 19)