- Οι γαστερόστεοι προσαρμόστηκαν στην τεχνητή «κλιματική αλλαγή» σε διάστημα τριών γενιών (εικόνα αρχείου)
Προσαρμογή ή θάνατος
Βανκούβερ, Καναδάς
Ορισμένα είδη θα μπορούσαν να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή με εντυπωσιακή ταχύτητα, αν και στην πορεία θα εμφανίζονταν και σοβαρές παρενέργειες, προκύπτει από μελέτη Αμερικανών και Ευρωπαίων ερευνητών. Το πείραμά τους κατέγραψε μάλιστα τον ταχύτερο ρυθμό εξέλιξης που έχει παρατηρηθεί ποτέ σε άγριο ζώο.
Στη διάρκεια της τριετούς μελέτης σε συνθήκες εργαστηρίου, το ψάρι γαστερόστερος μπόρεσε να προσαρμοστεί σε μια σχετικά απότομη μεταβολή της θερμοκρασίας σε διάστημα μόλις τριών γενιών.
«Η μελέτη μας είναι η πρώτη που δείχνει πειραματικά ότι ορισμένα είδη στη φύση θα μπορούσαν να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή πολύ γρήγορα» δήλωσε στο AFP o Δρ Ρόουαν Μπάρετ, εξελικτικός γενετιστή του Πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολομβίας στον Καναδά.
«Η μελέτη μας είναι η πρώτη που δείχνει πειραματικά ότι ορισμένα είδη στη φύση θα μπορούσαν να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή πολύ γρήγορα» δήλωσε στο AFP o Δρ Ρόουαν Μπάρετ, εξελικτικός γενετιστή του Πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολομβίας στον Καναδά.
Τόνισε πάντως ότι αυτό το «άλμα» της εξέλιξης συνοδευόταν από μεγάλο τίμημα: έναν υψηλό ρυθμό θνησιμότητας που μείωσε τον πληθυσμό του ψαριού κατά 95% και δυνητικά θα απειλούσε την επιβίωση του είδους στη φύση.
Η ομάδα του Δρ Μπάρετ συνέλεξε από τον ωκεανό ψάρια ενός συγκεκριμένου είδους γαστερόστεου, τα μετέφερε σε ενυδρεία και τα μελέτησε για διάστημα τριών ετών, κατεβάζοντας σταδιακά τη θερμοκρασία του νερού.
Τρεις γενιές αργότερα (μια γενιά το χρόνο), τα ψάρια είχαν εξελιχθεί ώστε να επιβιώνουν σε νερό 2,5 βαθμούς Κελσίου πιο ψυχρό από ό,τι θα άντεχαν οι πρόγονοί τους, αναφέρει η ερευνητική ομάδα στη βρετανική επιθεώρηση Proceedings of the Royal Society B.
Οι ερευνητές εκτιμούν μάλιστα ότι η ταχύτατη προσαρμογή του γαστερόστεου που καταγράφηκε στο τριετές πείραμα είναι αντίστοιχη με αυτή που συνέβη σε ένα άλλο είδος γαστερόστεου της Βρετανικής Κολομβίας.
Ο γαστερόστερος αυτός ζει σήμερα σε γλυκά νερά, κατάγεται όμως από γαστερόστεους της θάλασσας που παγιδεύτηκαν σε λιμνοθάλασσες κατά το τέλος της πιο πρόσφατης εποχής των παγετώνων πριν από 10.000 χρόνια. Στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησαν, τα ψάρια προσαρμόστηκαν στις απαιτήσεις των γλυκών νερών και ακραία χαμηλές θερμοκρασίες.
Πάντως παρά το γεγονός ότι οι γαστερόστεοι του τελευταίου πειράματος προσαρμόστηκαν ταχύτατα στο ψύχος, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι στη φύση πολλά είδη δεν θα μπορούσαν να αντέξουν την κλιματική αλλαγή και να επιβιώσουν μακροπρόθεσμα.
Η ομάδα του Δρ Μπάρετ συνέλεξε από τον ωκεανό ψάρια ενός συγκεκριμένου είδους γαστερόστεου, τα μετέφερε σε ενυδρεία και τα μελέτησε για διάστημα τριών ετών, κατεβάζοντας σταδιακά τη θερμοκρασία του νερού.
Τρεις γενιές αργότερα (μια γενιά το χρόνο), τα ψάρια είχαν εξελιχθεί ώστε να επιβιώνουν σε νερό 2,5 βαθμούς Κελσίου πιο ψυχρό από ό,τι θα άντεχαν οι πρόγονοί τους, αναφέρει η ερευνητική ομάδα στη βρετανική επιθεώρηση Proceedings of the Royal Society B.
Οι ερευνητές εκτιμούν μάλιστα ότι η ταχύτατη προσαρμογή του γαστερόστεου που καταγράφηκε στο τριετές πείραμα είναι αντίστοιχη με αυτή που συνέβη σε ένα άλλο είδος γαστερόστεου της Βρετανικής Κολομβίας.
Ο γαστερόστερος αυτός ζει σήμερα σε γλυκά νερά, κατάγεται όμως από γαστερόστεους της θάλασσας που παγιδεύτηκαν σε λιμνοθάλασσες κατά το τέλος της πιο πρόσφατης εποχής των παγετώνων πριν από 10.000 χρόνια. Στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησαν, τα ψάρια προσαρμόστηκαν στις απαιτήσεις των γλυκών νερών και ακραία χαμηλές θερμοκρασίες.
Πάντως παρά το γεγονός ότι οι γαστερόστεοι του τελευταίου πειράματος προσαρμόστηκαν ταχύτατα στο ψύχος, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι στη φύση πολλά είδη δεν θα μπορούσαν να αντέξουν την κλιματική αλλαγή και να επιβιώσουν μακροπρόθεσμα.
«Περίπου το 95% του πληθυσμού των ψαριών απεβίωσε στη διάρκεια των τριών ετών της εξέλιξης, και μόνο το 5% ανέπτυξε ανθεκτικότητα στο κρύο» επισήμανε ο Δρ Μπάρετ.
«Οι συνέπειες από την απώλεια του 95% του πληθυσμού θα μπορούσαν να είναι καταστροφικές, καθώς το 5% που απομένει ίσως δεν είναι αρκετό για τη διατήρηση του πληθυσμού» εξήγησε.
Newsroom ΔΟΛ