Οι κατάσκοποι είναι εντελώς άχρηστοι στις μέρες μας. Το επάγγελμά τους έχει σβήσει. Οι εφημερίδες έχουν αναλάβει τη δουλειά τους.
Oscar Wilde
Προσοχή!
Στα δελτία ειδήσεων σας μιλά η αστυνομία.
Είναι σίγουρο ότι υπήρξαν και ευτυχέστερες εποχές των σημερινών για τη δημοσιογραφία…
Υπήρξαν εποχές που, στον κινηματογράφο για παράδειγμα, εμφανίζονταν πολλές ταινίες με ηρωικούς δημοσιογράφους να μάχονται για την αλήθεια ενάντια σε αφεντικά και δικτατορίες. Όχι ότι αυτή η εικόνα ήταν απολύτως αληθής ακόμα και σ’ ένα μυθικό παρελθόν. Να θυμηθούμε την ταινία του Ουάιλντερ Η Πρώτη Σελίδα όπου οι δημοσιογράφοι παρουσιάζονται ως εθισμένοι απατεώνες. Ή τον Πολίτη Καίην του Όρσον Ουέλς.
Εδώ και (πολλά) χρόνια η εικόνα του «δημοσιογραφικού κόσμου» (ευφημισμός που προσπαθεί να καλύψει τις χαώδεις μισθολογικές και ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στους δημοσιογράφους) είναι μάλλον θλιβερή. Ιδίως στην τηλεόραση, κυριαρχούν οι φιγούρες δημοσιογράφων-γκεμπελίσκων που έναντι αδρής αμοιβής αναμασούν ότι συμφέρει κυβέρνηση και αφεντικά. Στο συνδικαλιστικό φορέα των δημοσιογράφων, την ΕΣΗΕΑ, πλειοψηφεί η παράταξη του Σόμπολου πράγμα που επιτείνει, ακόμα περισσότερο, τη ζοφερή εικόνα της δημοσιογραφίας. Η παράταξη του Σόμπολου κατάφερε να λειτουργήσει απεργοσπαστικά στην απεργία της Πέμπτης 20/5…[1]
Ας μου επιτραπεί (για λίγο) ένας κάποιος προσωπικός τόνος. Δουλεύω στο χώρο των εκδόσεων (γραφίστας-φωτοσοπίστας). Μπήκα στο επάγγελμα όταν ακόμα το δημοσιογραφικό επάγγελμα είχε αποθέματα αξιοπιστίας (ή τουλάχιστον η κατάπτωση δεν ήταν τόσο εμφανής όσο σήμερα). Η μετάβαση προς την αναξιοπιστία ήταν αργή, όπως πολλές διαδικασίες στη ζωή: μεταβαίνεις από το ένα στάδιο στο άλλο, ανεπαίσθητα. Απλά, μια μέρα, αντιλαμβάνεσαι τη διαφορά.
Ήταν τότε που η έκρηξη του ιδιωτικού ραδιοφώνου αρχικά και μετά της ιδιωτικής τηλεόρασης, μετέτρεψε τους άνκορμαν των ιδιωτικών σταθμών σε ανοικτά φερέφωνα των αφεντικών τους -ιδιοκτητών των ΜΜΕ (και όχι μόνο).
Ήταν, λοιπόν, τότε που πρωτοκυκλοφορούσε το γνωστό σύνθημα:
«Μπάτσοι, ρουφιάνοι δημοσιογράφοι».
Ένα πρωινό πήγα στη δουλειά, πέρασα από το γραφείο που δούλευε ο κύριος όγκος των δημοσιογράφων και με έκπληξη είδα σ’ ένα χαρτί κολλημένο στον τοίχο να είναι γραμμένο, με μαύρα παχιά γράμματα, το σύνθημα. Οι δημοσιογράφοι μου είπαν ότι το «σύνθημα είχε πλάκα» και ότι εξέφραζε «μια κατάσταση που υπάρχει στον τύπο». Αυτογνωσία ή κυνισμός;
Το σίγουρο είναι ότι πολλοί μεγαλοδημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν το σύνθημα με το δεύτερο, τον κυνισμό. Ο συχωρεμένος ο Κακαουνάκης (αν είναι αλήθεια ότι ο νεκρός δεδικαίωται…) είχε κάνει την εξής απίστευτη δήλωση για τον ίδιο και τους συναδέλφους του:
«Ο καλύτερος από μας έχει πουλήσει τη μάνα του…».
Μαύρη εργασία και «αντικειμενικότητα»
Ασφαλώς οι μεγαλοδημοσιογράφοι δεν χαρακτηρίζουν ολόκληρο τον επαγγελματικό κλάδο. Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι (θα έλεγα η συντριπτική πλειοψηφία) είναι εργαζόμενοι προς την κατώτατη μισθολογική κλίμακα των εργαζομένων. Και όχι μόνο. Στην πραγματικότητα ο μέσος δημοσιογράφος είναι ο ορισμός του μισθωτού σκλάβου. Οι δημοσιογράφοι δουλεύουν πολλές απλήρωτες ώρες (δεν χαρακτηρίζονται καν «υπερωρίες») προσφέροντας στα αφεντικά τους «μαύρη εργασία». Ακόμα και οι σχετικά καλοπληρωμένοι (σε σχέση με τον μέσο μισθό ενός εργαζόμενου) αν συμπεριληφθούν οι ατέλειωτες απλήρωτες ώρες εργασίας μετατρέπονται σε άγρια εκμεταλλευόμενοι από την εργοδοσία. Επιπλέον, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι εισέρχονται στο επάγγελμα επιθυμώντας να δουλέψουν «για την αλήθεια». Πράγματι οι μεγαλοδημοσιογράφοι που λειτουργούν ως φερέφωνα των αφεντικών και της πολιτικής εξουσίας είναι (παρά την υπερπροβολή που έχουν) μειοψηφία στο δημοσιογραφικό κόσμο.
Ωστόσο, η δημοσιογραφία δεν είναι μια οποιαδήποτε δουλειά αλλά έχει άμεσα να κάνει με τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, την προώθηση της κυρίαρχης ιδεολογίας και μάλιστα σε έναν νευραλγικό τομέα: στην τρέχουσα πολιτική. Αυτός είναι ο λόγος που το επάγγελμα αυτό είναι στενά ελεγχόμενο. Μια είδηση δεν μπορεί ποτέ να είναι «ουδέτερη» ή «αντικειμενική», όπως ψευδέστατα διατείνονται οι απολογητές της αστικής δημοσιογραφίας. Έχουμε ξαναγράψει για το θέμα αυτό σε παλαιότερη δημοσίευση μας («Προπαγανδιστικές αθλιότητες»). Οι πολιτικοί στις παρεμβάσεις τους έχουν ως στόχο να «πουλήσουν» ιδεολογικά τις πολιτικές της άρχουσας τάξης. Όταν ο δημοσιογράφος μεταδίδει αυτές τις απόψεις ασχολίαστα, για να είναι δήθεν «αντικειμενικός», στην πραγματικότητα λειτουργεί ως φορέας προπαγάνδας. Πόσο μάλλον αν μεροληπτεί ανενδοίαστα. Ή, για να το πούμε ωμά, όταν ο ίδιος συνειδητά έχει μετατραπεί σε έμμισθο μισθοφόρο της άρχουσας τάξης:
«Η Ματίνα Παπαχριστούδη στη στήλη της στην εβδομαδιαία εφημερίδα “Δρόμος της Αριστεράς” (15.5), γράφει για μια πρόσφατη εξέλιξη, χαρακτηριστική της “λειτουργίας του συστήματος μαζικής χειραγώγησης που επιχειρείται για την απόλυτη επικυριαρχία του ΔΝΤ στην κοινωνία και το πολιτικό σύστημα”. Λίγο πριν την επικύρωση από τη Βουλή της “βοήθειας” από την τρόικα πραγματοποιήθηκαν συναντήσεις και εκπαιδευτικά σεμινάρια από γνωστή εταιρεία επικοινωνίας, που συνεργάζεται συστηματικά με την πολιτική εξουσία και τα ΜΜΕ, “για την κατανόηση των μέτρων που θα επιβληθούν στην ελληνική οικονομία, την ανάγκη επιβολής τους και τις μεθόδους προώθησής τους στην κοινή γνώμη”. Σ’ αυτές τις εκπαιδευτικές συναντήσεις ιδεολογικής “καθοδήγησης” των πολιτών κλήθηκαν επιχειρηματίες, εκδότες, ιδιοκτήτες ΜΜΕ και αρκετοί μεγαλοδημοσιογράφοι. “Το star system, δηλαδή, που απαρτίζει στην παρούσα φάση την ομάδα κρούσης” του καθεστώτος, τονίζει το δημοσίευμα».[2]
Σχέσεις διαπλοκής
Λόγω των παραπάνω, το βασικό κριτήριο για να ανέλθει κανείς στη διοικητική ιεραρχία της δημοσιογραφίας είναι η αναπαραγωγή των κυρίαρχων ιδεών και απόψεων. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο η αμοιβή των μεγαλοδημοσιογράφων που ελέγχουν το επάγγελμα είναι πολύ μεγάλη. Όπως άλλωστε και η διαπλοκή τους με την πολιτική εξουσία:
«Το σύστημα των Μέσων Ενημέρωσης στην χώρα είναι κρατικοδίαιτο και συνεπώς επιρρεπές στη χειραγώγηση. Απλώς επί των ημερών της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας αυτή η πρακτική οδηγήθηκε στα άκρα. Κάθε κυβέρνηση έκανε χάρες στα ΜΜΕ και τα ΜΜΕ ανταπέδιδαν, αλλά την περίοδο 2004-2009 αυτή η άρρωστη σχέση διογκώθηκε υπερβολικά.
Δυστυχώς κανείς δεν μελέτησε αυτή τη σχέση για να ψάξει τα ακριβή στοιχεία, αλλά είδαμε αυτήν την πενταετία την κρατική διαφήμιση να αυξάνει πάνω από 100%. Από τα 42 εκατ. ευρώ το 2003 έφτασε τα 85 το 2008. Για 42 εκατομμύρια επιπλέον πολλοί μιντιάρχες θα έκαναν πολλές χάρες.
Φυσικά η κατανομή αυτής της διαφήμισης ήταν σκάνδαλο, που ενισχύει την υποψία ότι η επιπλέον διαφημιστική δαπάνη του κράτους χρησιμοποιήθηκε προς όφελος κυβερνητικών επιδιώξεων. Για παράδειγμα η εφημερίδα «Χώρα της Κυριακής» [με κυκλοφορία 500 φύλλων] το 2003 είχε πάρει 404.000 ευρώ και το 2007 έφτασε τα 2.668.000 ευρώ.
Το τέλος των τηλεοπτικών καναλιών προς το δημόσιο μειώθηκε από 2% του τζίρου τους σε 0,5%.
Οι προσλήψεις δημοσιογράφων σε κρατικούς φορείς την ίδια περίοδο αποκρύφτηκαν -λόγω της θεωρίας ότι η πρόσληψη στο δημόσιο είναι προσωπικό δεδομένο- αλλά όλα δείχνουν ότι εκτινάχθηκαν. Μόνο στο αγροτικό κανάλι που δεν ξέραμε ότι υπήρχε, μάθαμε κατόπιν εορτής ότι είχαν προσληφθεί 56 δημοσιογράφοι.
[…]
Τα ελληνικά Μέσα είχαν πάντα δεσμούς χρήματος με τις κυβερνήσεις. Είτε νομιμοποιημένους (κρατική διαφήμιση, αφορολόγητο το 2% επί του τζίρου) είτε παράνομους (ας μην ξεχνάμε τα μυστικά κονδύλια του υπουργείου Εξωτερικών επί Σαμαρά)».[3]
Η πληροφορία «μέσω διαρροών»
Ωστόσο, αν το επάγγελμα του δημοσιογράφο ήταν απροκάλυπτα προπαγανδιστικό θα έχανε το μεγαλύτερο μέρος της χρησιμότητάς του για την άρχουσα τάξη, θα ήταν παντελώς αναξιόπιστο. Οπότε έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος με τον οποίο ο δημοσιογράφος να αναπαράγει τις απόψεις της πολιτικής εξουσίας αλλά όχι ως «διατεταγμένη υπηρεσία» αλλά οικιοθελώς, ως δική του επιλογή.
Υπάρχει ένας μηχανισμός εκπαίδευσης μέσω του οποίου ο δημοσιογράφος μαθαίνει να εγκλωβίζεται και στο τέλος συνειδητά ή ασυνείδητα να αναπαράγει ότι συμφέρει τις κυρίαρχες ελίτ. Το μηχανισμό αυτό μπορούμε να τον ονομάσουμε «διαχείριση της πληροφορίας μέσω διαρροών».
Ο δημοσιογράφος εκπαιδεύεται να κυνηγά την «είδηση» που θα του τη μεταφέρουν οι «άνθρωποί» του. Ο δημοσιογράφος έχει «πηγές» που δεν είναι άλλες από ανθρώπους της πολιτικής εξουσίας. Οι ίδιοι οι υπουργοί και τα ηγετικά στελέχη της πολιτικής ελίτ (είτε μέσω «κύκλων» τους) «διαρρέουν» (διάβαζε, διαδίδουν οι ίδιοι) πληροφορίες τις οποίες ο δημοσιογράφος τις αναπαράγει. Υποτίθεται ότι ο δημοσιογράφος πρέπει να έχει ένα κριτήριο του τι αναπαράγει από τις «πληροφορίες-διαρροές». Ωστόσο η εμπειρία έχει δείξει ότι στην μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων αναπαράγεται ότι επιθυμούν οι κυρίαρχες πολιτικές ελίτ. Πράγμα που συμβαίνει και στους πλέον υποψιασμένους δημοσιογράφους, ακόμα και της Αριστεράς (και της άκρας Αριστεράς). Ο δημοσιογράφος είναι πεπεισμένος για την πηγή του, «γνωρίζει από πρώτο χέρι», και αυτό του δημιουργεί μια αίσθηση αυτοπεποίθησης και σιγουριάς.
Ωστόσο, καμιά πληροφορία (πολύ περισσότερο «πληροφορία-διαρροή»), όσο ακριβής και να αποδειχθεί, από μόνη της δεν σημαίνει και πολλά πράγματα. Όλες οι πληροφορίες (στοιχεία) έχουν νόημα μόνο σ’ ένα, λίγο ως πολύ, αυστηρά δομημένο εννοιολογικό πλαίσιο. «Αυστηρά δομημένο εννοιολογικό πλαίσιο» σημαίνει ότι κάθε πληροφορία είναι μέρος ενός συνολικότερου πλαισίου γνώσεων που αποκτούνται με κόπο, διάβασμα βιβλίων, μελέτη πηγών, συζήτηση με επαΐοντες και μη κ.λπ.. Και ασφαλώς όλα αυτά είναι αναγκαστικά ενταγμένα στην κοινωνική οπτική όποιου χρησιμοποιεί πληροφορίες ή στοιχεία.
Έξω και πέρα από τα παραπάνω, η πληροφορία στερείται νοήματος. Όταν λοιπόν ο δημοσιογράφος μεταδίδει την πληροφορία-διαρροή ανεπεξέργαστη, αναγκαστικά το μόνο εννοιολογικό πλαίσιο που απομένει είναι της πηγής απ’ όπου προέρχεται η πληροφορία-διαρροή, δηλαδή της πολιτικής εξουσίας απ’ όπου αυτή προέρχεται.
Δεοντολογία και προπαγάνδα
Ας δούμε δυο κτυπητά παραδείγματα των παραπάνω. Αφορμή για αυτή τη δημοσίευση στάθηκαν δυο δημοσιογραφικά γεγονότα που με εξόργισαν.
Το ένα ήταν ένα άρθρο του Τάσου Τέλογλου με το οποίο ο δημοσιογράφος, ούτε λίγο ούτε πολύ, ζητούσε ένα είδος κοινοβουλευτικής δικτατορίας:
«Μία κυβέρνηση σαν και εκείνη του Κωνσταντίνου Καραμανλή τον Ιούλιο του 1974 , από όλους τους πολιτικούς χώρους .Η κυβέρνηση αυτή πρέπει να έχει έκτακτες εξουσίες ,για να το πω πιο απλά η χώρα είναι σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης χωρίς δικτατορία αλλά ορισμένα άρθρα του συντάγματος πρέπει να βγουν “εκτός” η να ερμηνευτούν ανάλογα. Εκδηλώσεις σαν κι εκείνες του ΠΑΜΕ στον Πειραιά πρέπει να δίνεται η δυνατότητα κηρύσσονται αμέσως παράνομες με διαδικασίες αυτοφώρου , πρέπει να περιοριστεί το δικαίωμα της απεργίας αλλά και της διαμαρτυρίας σε ευαίσθητους τομείς(πχ πιλότοι της πολεμικής αεροπορίας , απεργία εκπαιδευτικών μέσα στις εξετάσεις )».[4]
Έχει ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο ο Τέλογλου εισήλθε ως «αστέρας» στο χώρο της «σοβαρής και υπεύθυνης» δημοσιογραφίας. Η κορυφαία του στιγμή ήταν όταν με τον Αλέξη Παπαχελά διαχειρίστηκαν τις «πληροφορίες-διαρροές» που είχαν για την 17 Νοέμβρη: μετέδωσαν με ακρίβεια, πριν την δίκη της 17Ν, κάθε «πληροφορία» που τους έδωσε η Ασφάλεια και η ΕΥΠ.[5] Έτσι εξαγόρασαν Παπαχελάς-Τέλογλου την επαγγελματική τους ανέλιξη στα ανώτερα κλιμάκια του δημοσιογραφικού επαγγέλματος.
Μετά από τόσο ευδόκιμη θητεία στη «σοβαρή δημοσιογραφία» ο Τέλογλου πάει τη λογική των «υπεύθυνων απόψεων» στα άκρα: η «πατρίς κινδυνεύει», το «έθνος» είναι πάνω από τους πολίτες του, επομένως χρειάζεται μια σοβαρή και στιβαρή κυβέρνηση να αναλάβει τις τύχες του «κινδυνεύοντος έθνους».
Το δεύτερο επεισόδιο στον Τύπο ήταν περισσότερο αποκαλυπτικό για τη δημοσιογραφία και τους δημοσιογράφους. Η «Ελευθεροτυπία» δεν δημοσίευσε την εισβολή της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας στο διαμέρισμα της Κυψέλης το οποίο (σύμφωνα με την αστυνομία) ήταν η γιάφκα του Επαναστατικού Αγώνα. Οι συντάκτες της «Ελευθεροτυπίας» και της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας», που συγκεντρώθηκαν σε χώρο της εφημερίδας, κατέληξαν σε κείμενο στο οποίο αναφέρεται μεταξύ άλλων:
«Η μη δημοσίευση με απόφαση της ιδιοκτησίας και παρά τις διαφωνίες της διεύθυνσης, που είχε ως αποτέλεσμα να μην ενημερωθούν οι αναγνώστες της εφημερίδας για τις πραγματικές διαστάσεις του γεγονότος, συνιστά λογοκρισία, που δεν συνάδει με τις αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, τις οποίες υπηρετούμε με συνέπεια οι συντάκτες της «Ε».
[…]
Ένα γεγονός ή μια πληροφορία μπορεί όποιος θέλει να την κρίνει ή να την αμφισβητήσει. Δεν μπορεί όμως σε καμία περίπτωση να μην τη δημοσιεύσει και να την αποκρύψει από το αναγνωστικό κοινό».
Η απάντηση σε αυτό το εντελώς γενικόλογο και απολίτικο κείμενο ήρθε από τον εκδότη της «Ελευθεροτυπίας» Θανάση Τεγόπουλο:
«Προχτές τη νύχτα τα κανάλια διέκοπταν τα προγράμματά τους και παρουσίαζαν έκτακτα δελτία για την αστυνομική έρευνα. Η αστυνομία, ωστόσο, δεν είχε κάνει καμιάν επίσημη ανακοίνωση. Οι δημοσιογράφοι δεν μπορούσαν να πλησιάσουν την πολυκατοικία όπου γίνονταν οι έρευνες. Ούτε καν να συνομιλήσουν με τους απομακρυνθέντες, για προληπτικούς λόγους, ενοίκους της. Το Μέγκα, μάλιστα, εικονογράφησε την εκπομπή του με γιάφκα αρχείου (που δεν είχε, φυσικά, καμιά σχέση με την ερευνώμενη).
[…]
Η σιωπή της εφημερίδας μας, στην περίπτωση αυτήν και μόνο, έστελνε ένα μήνυμα. […] Δεν ήταν αποπληροφόρηση ή απόκρυψη μιας «είδησης», που ήταν ήδη και θα γινόταν ευρέως γνωστή. Άμυνα στην παραπληροφόρηση ήταν:
* Αμυνα, στην κατασκευή σεναρίων με ευθύνη της αστυνομίας, που κρυβόταν πίσω από SMS, τα οποία οδηγούν στη φυλακή ανθρώπους, χωρίς να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματά τους.
* Αμυνα στην απαράδεκτη μεθόδευση της αστυνομίας, να χρησιμοποιεί τα ΜΜΕ, για να δημιουργείται κλίμα καταδικαστικό, ώστε να θριαμβολογεί μετά, παραβιάζοντας, στην υπόθεση της τρομοκρατίας, το τεκμήριο αθωότητας και τα ανθρώπινα δικαιώματα».[6]
Η ιδιοκτήτρια Μάνια Τεγοπούλου ήταν αιχμηρή και ειρωνική με τους διαμαρτυρόμενους δημοσιογράφους της εφημερίδας:
«Η Αστυνομία διαχειρίζεται τις εξελίξεις; Οι συντάκτες έχουν δεοντολογία; Και αν ναι, ποια; Όταν μεθαύριο θα έρθει η πληροφόρηση μέσω MEGA ότι προσγειώθηκε ο πρώτος Αρειανός στον πλανήτη, ποιος συντάκτης της «Ε» θα την επωμισθεί;».[7]
Τώρα…
…δεν είναι εντελώς εξευτελιστικό να σου τη βγαίνει από τα αριστερά το αφεντικό σου;
Πολύ περισσότερο, το αφεντικό να έχει όλο το δίκιο με το μέρος του επί του συγκεκριμένου. Αυτό αποτελεί τον ορισμό του εξευτελισμού για δημοσιογράφους που κάποτε ήθελαν να αποτελέσουν το υπόδειγμα της «ανεξάρτητης δημοσιογραφίας»…
Άγγελος Κ
[3] http://www.medium.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=3522:2010-05-12-07-53-35&catid=44:mme-a-&Itemid=65
[4] http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=70&smid=382&ArticleID=2323&reftab=218&t=%CE%A4%CE%BF-%CF%84%CE%AF%CE%BC%CE%B7%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B5%CE%BA%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AE%CF%82
[5] Ένας, δύο, πολλοί Ζεράρ ντε Βιλιέ
Για το βιβλίο «Φάκελος 17Ν»
ΠΗΓΗ- http://aformi.wordpress.com/